Γράφει:Αναστάσιος Βαβούσκος, Διδάκτωρ Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ., Δικηγόρος
Εδώ και αρκετό καιρό η τρέχουσα εκκλησιαστική επικαιρότητα ασχολείται με ένα τεχνητό πρόβλημα.
Το «πρόβλημα» αυτό είναι η αναγνώριση ή όχι της νεοσύστατης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας από τις λοιπές Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Και το «πρόβλημα» αυτό είναι τεχνητό – και για τον λόγο αυτό και ανύπαρκτο – διότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα αναγνωρίσεως.
Σε περίπτωση, που γίνει δεκτό, ότι τίθεται τέτοιο ζήτημα, αυτό σημαίνει, ότι η εκάστοτε Πράξη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με την οποία παραχωρείται αυτοκέφαλο καθεστώς, τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της εγκρίσεως της από τις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Και αν ισχύει αυτό, τότε, τίθεται περαιτέρω το ερώτημα: Πόσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες πρέπει να «εγκρίνουν» τον Τόμο παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, ώστε αυτός να είναι έγκυρος και να παράξει τα έννομα αποτελέσματά του;
Όλες ή η πλειοψηφία αυτών, δηλαδή οι οκτώ από τις δεκατέσσερις; Και σε περίπτωση εγκρίσεως (είτε κατ’ ομοφωνία είτε κατά πλειοψηφία), από πότε άρχεται η ισχύς του Τόμου;
Από την τελευταία εγκριτική απόφαση ή αναδρομικώς από την ημερομηνία εκδόσεως του Τόμου; Και αν τελικώς δεν εγκριθεί ο εκδοθείς Τόμος, η απόρριψη του θα αφορά στο έγκυρο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ή στο έγκυρο της ασκήσεως του ίδιου του δικαιώματος παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, οπότε και αμφισβητείται ευθέως στην περίπτωση αυτή η αποκλειστική αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος;
Επειδή, όπως προκύπτει από την πραγματικότητα, ουδείς έχει σκεφθεί το βάθος του τεχνητού αυτού προβλήματος, αποφάσισα με το παρόν άρθρο, να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, αποδεικνύοντας την ανυπαρξία προβλήματος αλλά και διαπιστώνοντας επίσης την ανυπαρξία επιστημονικού αντίλογου επ’ αυτού.
Κύριες πηγές του Κανονικού Δικαίου είναι ο κανόνας και το έθιμο. Οι δύο αυτές πηγές συνιστούν και τα θεμέλια του θεσμού του αυτοκεφάλου καθεστώτος.
Ειδικότερα:
Όπως έχω επανειλημμένως γράψει, το ζήτημα της παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος εντάσσεται στο ευρύτερο θέμα της μεταβολής του καθεστώτος κανονικής δικαιοδοσίας και εδράζεται επί των ιερών κανόνων, που αφορούν στην δημιουργία νέας εκκλησιαστικής περιφέρειας.
Οι ιεροί κανόνες, που ρυθμίζουν το ζήτημα, είναι:
α) ο 12ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου («Ἦλθεν εἰς ἡμᾶς, ὥς τινες παρά τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς προσδραμόντες δυναστείαις, διά πραγματικῶν τήν μίαν ἐπαρχίαν εἰς δύο κατέτεμον, ὡς ἐκ τούτου δύο μητροπολίτας εἶναι ἐν τῇ αὐτῇ ἐπαρχίᾳ. Ὥρισε τοίνυν ἡ ἁγία σύνοδος, τοῦ λοιποῦ μηδέν τοιοῦτον τολμᾶσθαι παρά ἐπισκόπου∙ ἐπεί, τόν τοιοῦτο έπιχειροῦντα ἐκπίπτειν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ. Ὅσαι δέ ἤδη πόλεις διά γραμμάτων τῷ τῆς μητροπόλεως ἐτιμήθησαν ὀνόματι, μόνης ἀπολαυέτωσαν τῆς τιμῆς, καί ὁ τήν ἐκκλησίαν αὐτῆς διοικῶν ἐπίσκοπος, δηλονότι σωζομένων τῇ κατ’ ἀλήθειαν μητροπόλει τῶν οἰκείων δικαίων»), και
β) ο 38ος της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου («Τόν ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν τεθέντα κανόνα καί ἡμεῖς παραφυλάττομεν, τόν οὕτω διαγορεύοντα∙ Εἴ τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἤ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καί δημοσίοις τύποις καί ἡ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τάξις ἀκολουθείτω»).
Όπως προκύπτει από την ανάγνωση των ως άνω κανόνων, ο μεν 12ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου απαγορεύει την κατόπιν αιτήματος επισκόπου και κατ’ αποκλεισμό των αρμοδίων οργάνων της Εκκλησίας απόσπαση της επαρχίας του από την μείζονα εκκλησιαστική περιφέρεια (Μητρόπολη) στην οποία η επισκοπή υπάγεται, και την αναβίβασή της σε μητρόπολη με πολιτειακή πράξη.
Ο δε ο 38ος κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου θεσμοθετεί την υποχρέωση της Εκκλησίας, να ακολουθεί τις πρωτοβουλίες της Πολιτείας σε θέματα διοικητικής μεταρρυθμίσεως και ειδικότερα όταν η Πολιτεία δημιουργεί κατ’ ουσίαν νέα πόλη, επιβάλλει στην Εκκλησία να προβεί σε ανάλογη πρωτοβουλία απονομής στη νέα πόλη – και στην νέα περιφέρεια αυτής – των αναλογούντων σ’ αυτή εκκλησιαστικών προνομίων.
Με συνδυαστική αντιμετώπιση των δύο ως άνω κανονικών διατάξεων συνάγεται ότι:
α) Εφόσον πρόκειται για ίδρυση νέας εκκλησιαστικής περιφέρειας μέσω της αναβιβάσεώς της σε ανώτερο επίπεδο κανονικής δικαιοδοσίας (μετατροπή Επισκοπής σε Μητρόπολη), η οποία αναγκαστικώς θα προέλθει από την απόσπαση τμήματος, που γεωγραφικώς ανήκει στη μείζονα εκκλησιαστική περιφέρεια (Μητρόπολη), τότε η αρμοδιότητα για τη λήψη της σχετικής αποφάσεως ανήκει στο αρμόδιο όργανο της Εκκλησίας, δηλαδή στη σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, αποκλειομένης της πολιτειακής παρεμβάσεως.
β) Εφόσον όμως πρόκειται, για ίδρυση νέας εκκλησιαστικής περιφέρειας και γενέσεως νέων ορίων κανονικής δικαιοδοσίας, λόγω δημιουργίας διά πολιτικής πράξεως νέας πόλεως – και νέας αυτονοήτως διοικητικής περιφέρειας – τότε η Εκκλησία υποχρεούται «κανονικώς» να κινήσει παραλλήλως προς την Πολιτεία, τις προβλεπόμενες από τη δική της δικαιοταξία διαδικασίες, για την ίδρυση της νέας εκκλησιαστικής περιφέρειας, αντίστοιχης προς την διοικητική. Εάν, δε, διευρύνουμε το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «πόλις», και ως «πόλη» εννοήσουμε ερμηνευτικώς σήμερα την πολιτική περιφέρεια εν γένει, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και ο όρος «Κράτος», τότε είναι δυνατή αναλογικώς η εφαρμογή του ως άνω 38ου κανόνα σε κάθε περίπτωση ιδρύσεως νέας πολιτικής οντότητας, δηλαδή Κράτους.
Οι δύο ως άνω κανόνες, προστιθεμένων και των γενικών αρχών κανονικής δικαιοδοσίας, αποτέλεσαν και την κανονική βάση, επί της οποίας θεμελιώθηκαν νομοκανονικώς όλες οι Πράξεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου, αλλά και αυτονόμου, καθεστώτος στις Ορθόδοξες Εκκλησίες (βλ. τα κείμενα των Πράξεων σε Αν. Βαβούσκου – Γρ. Λιάντα, Οι θεσμοί του αυτοκεφάλου και του αυτονόμου καθεστώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία / Μελέτες – Πηγές, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2014), οι οποίες υπέβαλαν σχετικό αίτημα, είτε η διαδικασία αυτή της παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος κινήθηκε και ολοκληρώθηκε εξ ολοκλήρου κατά τους ιερούς κανόνες (βλ. ενδεικτικώς τις περιπτώσεις του Πατριαρχείου Σερβίας, Αρχιεπισκοπής Πολωνίας, Αρχιεπισκοπής Φιλλανδίας, Μητροπόλεως Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας) είτε προηγήθηκε περίοδος αντικανονικότητας ως προς την ίδρυση και λειτουργία της «ανεξάρτητης» εκκλησίας, που αποκαταστάθηκε στη συνέχεια με την έκδοση της σχετικής Πράξεως από την Ιερά σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (βλ. ενδ. τις περιπτώσεις του Πατριαρχείου Ρουμανίας, Πατριαρχείου Γεωργίας, Εκκλησίας Ελλάδος, Αρχιεπισκοπής Αλβανίας, Πατριαρχείου Βουλγαρίας).
Ενώ, λοιπόν, ως προς την θεμελίωση του ίδιου του δικαιώματος παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, υφίστανται οι σχετικοί ιεροί κανόνες, αντιθέτως ως προς την διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται για την μεταβολή υφισταμένου καθεστώτος κανονικής δικαιοδοσίας οι ιεροί κανόνες δεν έχουν σχετική πρόβλεψη.
Και το ερώτημα, που τίθεται, είναι: Που εδράζεται η διαδικασία, βάσει της οποίας ασκείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην πράξη το δικαίωμα παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος;
Η απάντηση είναι απλή. Ο τρόπος ασκήσεως του συγκεκριμένου δικαιώματος εδράζεται στο έθιμο, το οποίο αποτελεί ισόκυρη και ισότιμη προς τους ιερούς κανόνες πηγή του Κανονικού Δικαίου, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, ώστε να εξετάσουμε στην συνέχεια την κανονικότητα του δικαιώματος αλλά και του τρόπου ασκήσεως αυτού από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Κατά την γενική θεωρία του Δικαίου, το έθιμο είναι κανόνας δικαίου, εφόσον η άσκηση του είναι μακρά και ομοιόμορφη και υπάρχει σ’ αυτούς που το ασκούν η πεποίθηση, ότι με την συμπεριφορά τους αυτή εφαρμόζουν κανόνα δικαίου (opinion necessitates).
Και στην Εκκλησία υφίσταται υφίσταται το έθιμο ως πηγή δικαίου παράλληλη προς το θετό δίκαιο, ήτοι τους ιερούς κανόνες.
Την διάκριση αυτή σαφώς οριοθετεί ο Μέγας Βασίλειος στον 91ο κανόνα του, δεχόμενος ότι εκ των δογμάτων και των διδασκαλιών της Εκκλησίας άλλα ευρίσκονται σε έγγραφη μορφή ενώ άλλα παραδόθηκαν σε προφορική μορφή μέσω της Αποστολικής Παραδόσεως («Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων, τὰ μὲν ἐκ τῆς εγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα»).
Αναφέρει, μάλιστα, στον ίδιο κανόνα ως αμάχητο τεκμήριο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που ενώ δεν είναι καταγεγραμμένες πουθενά αλλά μεταδόθηκαν διά της προφορικής παραδόσεως, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής («Οἷον, ἵνα τοῦ πρώτου καὶ κοινοτάτου πρῶτον μνησθῶ, τῷ τύπῳ τοῦ Σταυροῦ τοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἠλπικότας κατασημαίνεσθαι, τίς ὁ διὰ γράμματος διδάξας; Τὸ πρὸς ἀνατολὰς τετράφθαι κατὰ τὴν προσευχήν, ποῖον ἡμᾶς ἐδίδαξεν γράμμα; Τὰ τῆς Ἐπικλήσεως ῥήματα ἐπὶ τῇ ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς εὐχαριστίας καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας, τίς τῶν ἁγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπεν;
Οὐ γὰρ δὴ τούτοις ἀρκούμεθα, ὧν ὁ ἀπόστολος ἤ τὸ Εὐαγγέλιον ἐπεμνήσθη, ἀλλὰ καὶ προλέγομεν καὶ ἐπιλέγομεν ἕτερα, ὡς μεγάλην ἔχοντα πρὸς τὸ μυστήριον τὴν ἰσχύν, ἐκ τῆς ἀγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες. Εὐλογοῦμεν δὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, καὶ τὸ ἔλαιον τῆς χρίσεως, καὶ προσέτι αὐτὸν τὸν βαπτιζόμενον, ἀπὸ ποίων ἐγγράφων; Οὐκ ἀπὸ τῆς σιωπωμένης ὡς μυστικῆς παραδόσεως; Τίς δέ; αὐτὴν τοῦ ἐλαίου τὴν χρῖσιν, τίς λόγος γεγραμμένος ἐδίδαξε; Τὸ δὲ τρὶς βαπτίζεσθαι τὸν ἄνθρωπον, πόθεν; Ἀλλὰ καὶ ὅσα περὶ τὸ Βάπτισμα, ἀποτάσσεσθαι τῷ Σατανᾷ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ, ἐκ ποίας ἐστὶ Γραφῆς; Οὐκ ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου ταύτης καὶ ἀποῤῥήτου διδασκαλίας, ἣν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καὶ ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνο δεδιδαγμένοι, τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν σιωπῇ διασῴζεσθαι; Ἃ γὰρ οὐδὲ ἐποπτεύειν ἔξεστι τοῖς ἀμυήτοις, τούτων πῶς ἂν ἦν εἰκὸς τὴν διδασκαλίαν θριαμβείειν ἐν γράμμασι;»).
Τέτοιες περιπτώσεις είναι:
α) ο τύπος του Σταυρού,
β) η στρέψη των πιστών προς την Ανατολή την ώρα της προσευχής,
γ) επίκληση κατά τη μετουσίωση του άρτου της ευχαριστίας και του ποτηρίου της ευλογίας,
δ) η ευλογία του ύδατος του βαπτίσματος, του ελαίου του χρίσματος και του βαπτιζομένου,
ε) το χρίσμα με το έλαιο,
στ) η βάπτιση διά τριών καταδύσεων
ζ) η απόταξη του Σατανά και των αγγέλων του κατά την βάπτιση
Οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως εθίμου, όπως στο εν γένει Δίκαιο δεν θεσπίζονται ρητώς αλλά καθορίσθηκαν από την θεωρία, ούτως και στο Κανονικό Δίκαιο δεν προβλέπονται ρητώς από κάποια κανονική διάταξη.
Προκύπτουν, όμως, εμμέσως από τους ιερούς κανόνες και ιδιαιτέρως από την χρησιμοποιούμενη σ’ αυτούς ορολογία, η οποία εμπεριέχει τις έννοιες τόσο της «μακράς» όσο και της «ομοιόμορφης» πρακτικής. Υπό αυτό το πρίσμα η χρήση των όρων «ἀρχαῖα ἔθη» , «συνήθεια καί παράδοσις ἀρχαία» , «κρατήσασα συνήθεια» , «ὑποτεταγμένη ἀκολουθία καί συνήθεια» , «ἔθος ἀρχαῖον» , «παραδοθέν ἔθος» , «κρατῆσαν ἔθος» , «ἀρχαία συνήθεια» , «παλαιόν ἔθος» , «κρατοῦν ἔθος» , «ἔθη…ἄ χρή ἀνανεωθῆναι» , «ἀρχαῖον ἔθος» , «ἔθος» και «συνήθεια» , υποδηλώνουν τόσο την χρονική διάρκεια της πρακτικής όσο και την ομοιομορφία της.
Όσο, δε, για την προϋπόθεση της πεποιθήσεως, ότι με συγκεκριμένη συμπεριφορά, μακρά και ομοιόμορφη, εφαρμόζεται κανόνας δικαίου, η ύπαρξη και ισχύς αυτής προκύπτει από το ίδιο το γεγονός της αντιμετωπίσεως των περιπτώσεων αυτών από την Εκκλησία με θέσπιση αντιστοίχως σχετικού ιερού κανόνα, δηλαδή κανόνα δικαίου.
Περαιτέρω, και το εκκλησιαστικό έθιμο έχει ισχύ νόμου, δηλαδή έχει ισχύ ιερού κανόνα.
Την άποψη αυτή διετύπωσε η Α΄ Οικουμενική σύνοδος στον 18ο κανόνα της με αφορμή την πληροφορία, ότι διάκονοι δίδουν μετάληψη στους πρεσβυτέρους.
Απαγορεύοντας, λοιπόν, η σύνοδος την επανάληψη αυτού του φαινομένου, δικαιολόγησε την απόφασή της με το επιχείρημα, ότι τέτοια πρακτική ούτε κανόνας προέβλεπε ούτε κάποιο έθιμο την δημιούργησε («Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον, ὅτι ἔν τισι τόποις καὶ πόλεσι, τοῖς πρεσβυτέροις τὴν εὐχαριστίαν οἱ διάκονοι διδόασιν· ὅπερ οὔτε ὁ κανών, οὔτε ἡ συνήθεια παρέδωκε, τοὺς ἐξουσίαν μὴ ἔχοντας προσφέρειν, τοῖς προσφέρουσι διδόναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Κἀκεῖνο δὲ ἐγνωρίσθη, ὅτι ἤδη τινὲς τῶν διακόνων καὶ πρὸ τῶν ἐπισκόπων τῆς εὐχαριστίας ἅπτονται. Ταῦτα οὖν πάντα περιῃρείσθω, καὶ ἐμμενέτωσαν οἱ διάκονοι τοῖς ἰδίοις μέτροις, εἰδότες, ὅτι, τοῦ μὲν ἐπισκόπου ὑπηρέται εἰσί, τῶν δὲ πρεσβυτέρων ἐλάττους.
Λαμβανέτωσαν δὲ κατὰ τὴν τάξιν τὴν εὐχαριστίαν μετὰ τοὺς πρεσβυτέρους, ἢ τοῦ ἐπισκόπου μεταδιδόντος αὐτοῖς, ἢ τοῦ πρεσβυτέρου. Ἀλλὰ μηδὲ καθῆσθαι ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἐξέστω τοῖς διακόνοις· παρὰ κανόνα γάρ, καὶ παρὰ τάξιν ἐστὶ τὸ γινόμενον. Εἰ δέ τις μὴ θέλοι πειθαρχεῖν καὶ μετὰ τούτους τοὺς ὅρους, πεπαύσθω τῆς διακονίας»).
Την ίδια άποψη εξέφρασε και ο Μ. Βασίλειος στον 87ο κανόνα του, στον οποίο ο νομομαθής Πατέρας της Εκκλησίας ρητώς αποδέχεται, ότι το έθιμο έχει ίση ισχύ με την ισχύ του νόμου, δηλαδή των ιερών κανόνων («Πρῶτον μέν οὖν, ὃ μέγιστον ἐπί τῶν τοιούτων ἐστί, τό παρ᾿ ἡμῖν ἔθος, ὅ ἔχομεν προβάλλειν, νόμου δύναμιν ἔχον, διά τό ὑφ᾿ ἁγίων ἀνδρῶν τούς θεσμούς ἡμῖν παραδοθῆναι· τοῦτο δέ τοιοῦτόν ἐστιν»).
Τέλος, ως προς την μορφή, υπό την οποία συναντάται το εκκλησιαστικό έθιμο στους ιερούς κανόνες, παρατηρητέα τα εξής:
Tο εκκλησιαστικό έθιμο ως πηγή του Κανονικού Δικαίου έχει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με το εν γένει Δίκαιο. Η ιδιαιτερότητα αυτή συνίσταται στον διφυή χαρακτήρα του, διότι άλλοτε μεν κρίνεται εύλογη η μετουσίωσή του σε ιερό κανόνα άλλοτε δε συνιστά απόρροια της εφαρμογής ιερών κανόνων και αυτό έχει ως αποτέλεσμα είτε την αποδοχή του ή την απόρριψη του.
Παραδείγματα, που ένα έθιμο μετατρέπεται σε ιερό κανόνα και κατ’ επέκτασιν σε κανόνα δικαίου είναι:
α) οι 6ος και 7ος κανόνες της Α΄ Οικουμενικής περί των πρεσβείων τιμής,
β) ο 2ος της Β΄ Οικουμενικής περί διοκήσεως των πιστών των ευρισκομένων «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς» από επισκόπους, που διακρίνονται για τις ικανότητές τους,
γ) ο 7ος της Β΄ Οικουμενικής περί των τρόπων επανεντάξεως αιρετικών,
δ) ο 8ος της Γ΄ Οικουμενικής περί της μη χειροτονήσεως του Επισκόπου Κύπρου από τον Επίσκοπο Αντιοχείας,
ε) ο 28ος της Δ΄ Οικουμενικής περί της εκλογής Μητροπολίτη υπό των επισκόπων της Μητροπόλεως,
στ) ο 30ος της Δ΄ Οικουμενικής περί αρνήσεως των επισκόπων της Αιγύπτου υπογραφής χωρίς την προηγούμενη υπογραφή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας,
ζ) ο 2ος της Πενθέκτης περί κυρώσεως κανόνα, που διατυπώθηκε βάσει παραδοθέντος εθίμου,
η) ο 37ος της Πενθέκτης περί της εξομοιώσεως με κανονικό επίσκοπο του επισκόπου, που αδυνατεί να πρσέλθει στην επαρχία του και να αναλάβει τα καθήκοντά του λόγω αιτίας ανεξάρτητης της θελήσεώς του,
θ) ο 39ος της Πενθέκτης περί ανακλήσεως συνοδικής αποφάσεως λόγω μεταβολής των συνθηκών, βάσει των οποίων αυτή εκδόθηκε,
ι) ο 90ος της Πενθέκτης περί απαγορεύσεως γονυκλισίας την Κυριακή,
ια) ο 95ος της Πενθέκτης περί των τρόπων επανεντάξεως αιρετικών,
ιβ) ο 7ος της Ζ΄ Οικουμενικής περί απαγορεύσεως καθιερώσεως ιερού ναού χωρίς κατάθεση αγίων λειψάνων,
ιγ) ο 14ος της Ζ΄ Οικουμενικής περί χειροθεσίας αναγνώστη από χωρεπίσκοπο,
ιδ) ο 70ος της Καρθαγένης περί εγκρατείας ορισμένου βαθμού κληρικών έναντι των γυναικών τους,
ιε) ο 127ος της Καρθαγένης περί συμμετοχής επισκόπων στις εργασίες της συνόδου δι’ αντιπροσώπου,
ιστ) ο 4ος του Μεγ. Βασιλείου περί πενταετούς αφορισμού των τριγάμων,
ιζ) ο 7ος του Γρηγορίου Νύσσης περί συγγνωστής τυμβωρυχίας,
ιη) ο 2ος κανόνας του Θεοφίλου Αλεξανδρείας περί τρόπων επανεντάξεως αρειανιζόντων επισκόπων.
Παραδείγματα, που ένα έθιμο συνιστά απόρροια της εφαρμογής ιερών κανόνων και αυτό έχει ως αποτέλεσμα είτε την αποδοχή του ή την απόρριψη του είναι:
α) ο 65ος κανόνας της Πενθέκτης περί απορρίψεως του ελληνικού εθίμου του ανάμματος φωτιάς και του άλματος πάνω από αυτήν κατά την νέα σελήνη,
β) ο 4ος της Πρωτοδευτέρας περί απορρίψεως της καθιερωθείσης συνήθειας από την περίοδο της Εικονομαχίας της αποχωρήσεως μοναχών από την μονή τους και την μετοίκησή τους σε άλλη μονή ή σε κατάλυμα κοσμικού χαρακτήρα,
γ) ο 1ος της Σαρδικής περί απορρίψεως του εθίμου να εγκαταλείπει ο κληρικός την επαρχία του και να μεταπηδά σε άλλη καλύτερη,
δ) ο 9ος του Μεγ. Βασιλείου περί καταργήσεως της άνισης μεταχειρίσεως των συζύγων σε περίπτωση μοιχείας,
ε) ο 90ος του Μεγ. Βασιλείου περί απορρίψεως της καταβολής χρηματικού ποσού από τον χειροτονούμενο στον χειροτονούντα,
στ) ο κανόνας του Γενναδίου Κωνσταντινουπόλεως περί απορρίψεως της καταβολής χρηματικού ποσού από τον χειροτονούμενο στον χειροτονούντα.
Βάσει, λοιπόν, των ανωτέρω, θα κριθεί, αν η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία (αίτημα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος και έκδοση από την Αγία και Ιερά Σύνοδο αυτού του σχετικού Τόμου) θεμελιώνεται ως έθιμο και συνεπώς συνιστά κανόνα δικαίου, δηλαδή ιερό κανόνα.
Παρατηρούμε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχώρησε αυτοκέφαλο καθεστώς:
1.στην Εκκλησία της Σερβίας:
α) επί Σερβικής Ηγεμονίας, κατόπιν κοινής αιτήσεως Πολιτείας και τοπική Εκκλησίας, η οποία υποβλήθηκε στο όνομα του σερβικού λαού,
β) επί Βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, κατόπιν κοινής αιτήσεως Πολιτείας και τοπικής Εκκλησίας
2. στην Εκκλησία της Ρουμανίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας με τη συναίνεση της Πολιτείας
3. στην Εκκλησία της Βουλγαρίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας
4. στην Εκκλησία της Γεωργίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας
5. στην Εκκλησία της Ελλάδος:
α) κατόπιν αιτήσεως των Ιεραρχών της τοπικής Εκκλησίας διά την Πολιτείας (Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850),
β) κατόπιν αιτήσεως της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος (Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1866),
γ) κατόπιν χωριστών αιτήσεων της Πολιτείας και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος (Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1882).
Ως προς δε την μερική προσωρινού χαρακτήρα μεταβολή του καθεστώτος των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, διά της οποίας η διοίκηση των Ιερών αυτών Μητροπόλεων παραχωρήθηκε στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, αυτή επήλθε εξ ιδίας πρωτοβουλίας (αυτεπαγγέλτως) του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά της σχετικής Πράξεως του 1928.
6. στην Εκκλησία της Πολωνίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας
7. στην Εκκλησία της Αλβανίας, κατόπιν αιτήσεως του πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας, η οποία συνοδεύθηκε από τις διαβεβαιώσεις της Πολιτείας για πλήρη αυτοτέλεια και ελευθερία της νέας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
8. στην Εκκλησία Τσεχίας και Σλοβακίας, κατόπιν αιτήσεως της τοπικής Εκκλησίας με τη σύμφωνη γνώμη του λαού και του κλήρου.
Επιπροσθέτως, όσον αφορά στην Εκκλησία της Ρωσίας:
α) η ανύψωση του Αρχιεπισκόπου Μόσχας σε Πατριαρχείο έγινε κατόπιν αιτήματος του Τσάρου Θεοδώρου, το οποίο και έγινε δεκτό, διότι θα ήταν άτοπο να μην εκτελεσθεί η επιθυμία ενός ηγεμόνα, ο οποίος εκείνη της εποχή ήταν ο μόνος «μέγας» και «ορθόδοξος».
β) η αναγνώριση της Πνευματικής Συνόδου, που δημιούργησε ο Τσάρος Πέτρος ο Α΄ ως ίσης με τους Προκαθημένους των άλλων πρεσβυγενών Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων έλαβε χώρα, κατόπιν αιτήματος αυτού προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η διαδικασία αυτή με τους ως άνω τρόπους ακολουθείται από του 1590 και εφεξής συνεχώς και αδιαλείπτως κατ’ ομοιόμορφο τρόπο, χωρίς κάποια από τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να προβάλλει κάποια ένσταση ή αντίρρηση.
Συνεπώς, η διαδικασία αυτή συνιστά έθιμο, το οποίο κατά τον Μέγα Βασίλειο έχει ισχύ νόμου, δηλαδή έχει ισχύ κανονικής διατάξεως. Υπό αυτό το πρίσμα, και επειδή συστατικά στοιχεία της διαδικασίας, η οποία συνιστά έθιμο, είναι:
1. Η υποβολή αιτήματος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο
2. Οι αιτούντες, οι οποίοι είναι: α) η ενδιαφερόμενη Εκκλησία, β) η Πολιτεία στην οποία δραστηριοποιείται η ενδιαφερόμενη Εκκλησία, γ) το πλήρωμα της ενδιαφερόμενης Εκκλησίας, δ) συνδυαστικώς οι προαναφερθέντες θεσμοί και ε) υπό προϋποθέσεις το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εφόσον πρόκειται για περιφέρεια της δικής του κανονικής δικαιοδοσίας.
3. Η έκδοση του Τόμου παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
καταλήγω στο συμπέρασμα, ότι υπό την ισχύ του εθίμου – και κατ’ επέκτασιν υπό τον δημιουργηθέντα κανόνα δικαίου – καλύπτονται και τα τρία συστατικά στοιχεία της διαδικασίας αυτής, δηλαδή: 1) ο αποδέκτης του αιτήματος για παραχώρηση αυτοκεφάλου που είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 2) οι αιτούντες, που είναι είτε η ενδιαφερόμενη Εκκλησία είτε η Πολιτεία στην οποία δραστηριοποιείται η ενδιαφερόμενη Εκκλησία είτε το πλήρωμα της ενδιαφερόμενης Εκκλησίας είτε συνδυαστικώς οι προαναφερθέντες θεσμοί είτε υπό προϋποθέσεις το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εφόσον πρόκειται για περιφέρεια της δικής του κανονικής δικαιοδοσίας και 3) το όργανο που εκδίδει την σχετική πράξη περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, που είναι η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Τούτο σημαίνει, ότι η διαδικασία αυτή είναι «κανονικώς» κατοχυρωμένη στο σύνολό της και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Η οποιαδήποτε πιθανόν αμφισβήτηση, που θα μπορούσε να εγερθεί, θα αφορούσε τυχόν παρέκκλιση από την συγκεκριμένη και μόνον διαδικασία και θα έπρεπε να προβληθεί από μία ή περισσότερες εκ των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και εντός ευλόγου χρόνου από την παρέκκλιση.
Έτσι, π.χ. θα μπορούσε να υποβληθεί ένσταση:
α) εάν το αίτημα περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος δεν θα απευθυνόταν προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά προς άλλη Αυτοκέφαλη Εκκλησία,
β) εάν το αίτημα το υπέβαλλε κάποιος ιδιωτικός φορέας ή οποιαδήποτε Εκκλησία πλην της ενδιαφερομένης ή ένα τρίτο Κράτος, ή το πλήρωμα μίας τρίτης – μη έχουσας σχέση – Εκκλησίας ή συνδυασμός αυτών,
γ) εάν την απόφαση περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου την εξέδιδε η Ιερά Σύνοδος οποιασδήποτε Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, πλην αυτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Στην περίπτωση της κηρύξεως ως Αυτοκέφαλης της Εκκλησίας της Ουκρανίας, εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, η διαδικασία που ακολουθήθηκε συνάδει με αυτήν, η οποία συνιστώντας έθιμο, είναι κατοχυρωμένη από πλευράς Κανονικού Δικαίου ως ισόκυρη κανονικής διατάξεως.
Περαιτέρω, δε, ουδεμία επίσημη και έγγραφη ένσταση υποβλήθηκε από οποιαδήποτε Αυτοκέφαλη Εκκλησία (αφού όλες θα είχαν έννομο συμφέρον για τέτοια ενέργεια, πολλώ δε μάλλον η Εκκλησία της Ρωσίας) σε κανένα στάδιο της ακολουθηθείσης διαδικασίας.
Συνεπώς, περατωθείσης της διαδικασίας, αυτή κατέστη έγκυρη και κανονική αμετακλήτως, χωρίς πλέον να είναι δυνατή η προσβολή της. Η μόνη ένσταση, η οποία μπορεί να προβληθεί, θα αφορά στο περιεχόμενο του εκδοθέντος Τόμου, επικαλούμενη τυχόν αντίθεση μίας ή περισσοτέρων διατάξεων αυτού σε σχέση με την κανονική νομοθεσία.
Η περίπτωση όμως αυτή κινείται, νομίζω, στην σφαίρα του εξωπραγματικού, με δεδομένη την αδιαμφισβήτητη εμπειρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην σύνταξη ομοίων Πράξεων, η οποία προκύπτει κατ’ αμάχητο τεκμήριο από τον αριθμό των Τόμων παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος, που αυτό έχει εκδώσει μέχρι σήμερα.
Τα όσα ελέχθησαν με οδηγούν και σε ένα δεύτερο συμπέρασμα. Ότι το αυτοκέφαλο καθεστώς, το οποίο παραχωρήθηκε με την διαδικασία αυτή, στις υφιστάμενες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, είναι πλήρες και τέλειο.
Αυτό σημαίνει, έτι περαιτέρω, ότι δεν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία και δεν χρήζει εγκρίσεως ή επικυρώσεως από μελλοντική Οικουμενική σύνοδο, παρά μόνον ίσως επιβεβαιώσεως.
Η δε επίκληση των κανόνων της Α΄ Οικουμενικής (6ος και 7ος) περί των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, της Β΄ Οικουμενικής (3ος) περί του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και της Γ΄ Οικουμενικής (8ος) ως επιχείρημα για την θεμελίωση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Οικουμενικής συνόδου να παραχωρεί αυτοκέφαλο καθεστώς, λανθάνει ως προς τα εξής:
α) οι κανόνες 6ος και 7ος της Α΄ Οικουμενικής περί των πρεσβείων των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων δεν δημιούργησαν νέα κατάσταση αλλά επικύρωσαν με κανόνα προΐσχύον (τότε) έθιμο, δίδοντας στο έθιμο αυτό και ρητώς ισχύ νόμου. Το έθιμο ήταν η απόλαυση ιδιάζουσας θέσεως – και γι’ αυτό ιδιαίτερης τιμής – των Εκκλησιών, που έδρευαν σε πόλεις που απολάμβαναν αντιστοίχως ιδιάζουσας θέσεως, ως κέντρα διοικητικά, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά, στρατιωτικά.
β) το ίδιο έπραξε και η Β΄ Οικουμενική με τον 3ο κανόνα της για τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ακολουθώντας ουσιαστικώς το έθιμο της ιδιάζουσας θέσεως, που είχε ως βάση η Α΄ Οικουμενική σύνοδος, απέδωσε τα πρεσβεία τιμής στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, μόνο που εδώ η ιδιάζουσα θέση της Κωνσταντινουπόλεως οφειλόταν στην ιδιότητά της ως πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας,
γ) τέλος η Γ΄ Οικουμενική σύνοδος αναγνώρισε με τον 8ο κανόνα της το αυτοκέφαλο καθεστώς της Εκκλησίας της Κύπρου, βασιζόμενη σε προϋφιστάμενο έθιμο της χειροτονίας των επισκόπων της από τους δικούς επισκόπους, το οποίο έθιμο και μετέτρεψε σε κανονική διάταξη.
Με βάση, λοιπόν, τα προεκτεθέντα, οι τρεις αυτές Οικουμενικές σύνοδοι δεν δημιούργησαν το πρώτον τον θεσμό του αυτοκεφάλου καθεστώτος, ασκώντας πρωτογενή εξουσία.
Αναγνώρισαν ήδη προϋφιστάμενες καταστάσεις, οι οποίες υπάρχουσες επί μακρόν και κατ’ ομοιόμορφο τρόπο, χαρακτηρίσθηκαν από τις τρεις Οικουμενικές συνόδους ως έθιμα, και για το λόγο αυτό επαναβεβαιώθηκαν ως προς την ισχύ και το κύρος τους με τις αντίστοιχες κανονικές διατάξεις.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός, ότι οι αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος είναι ημιτελείς και θα πρέπει να τύχουν της επικυρώσεως από Οικουμενική σύνοδο, ελέγχεται για την κανονική βασιμότητά του.
Εν κατακλείδι, όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες οφείλουν εντός ευλόγου χρόνου να αποστείλουν σχετική επιστολή προς τον Προκαθήμενο της νέας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Η επιστολή αυτή δεν έχει συστατικό χαρακτήρα ως προς την υπόσταση της νέας Εκκλησίας, ούτε συνιστά έγκριση – δηλαδή εκ των υστέρων συμφωνία – των ενεργειών του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Είναι επιστολή, η οποία εντάσσεται στην επιστολογραφία «χάριν φιλοφρονήσεως» και δεν επιφέρει κανένα «κανονικό» αποτέλεσμα.
Για τον λόγο αυτόν και η επιστολή, την οποία απηύθυνε ο Παναγιώτατος προς τους Προκαθημένους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, προσκαλώντας αυτούς να αναγνωρίσουν την νέα Εκκλησία, δεν σημαίνει αποδοχή της απόψεως, ότι ο εκδοθείς Τόμος της 11ης Ιανουρίου 2019 τελεί υπό την αίρεση της εγκρίσεως του από τις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά συνιστά επιστολή εθιμοτυπικού χαρακτήρα περί ανακοινώσεως της εκδόσεως του Τόμου περί αυτοκεφάλου της νέας Εκκλησίας.