Όλοι οι ηγούμενοι της ιστορίας της Μπίγκορσκι ήταν δικοί μας άνθρωποι, Σλαβομακεδόνες, οι περισσότεροι από τη περιοχή των Mijak. Αυτοί με την δική τους θερμή και εγκάρδια αφοσίωση για τη φύλαξη της εθνικής οντότητας, συνείσφεραν στο να δημιουργηθεί πολιτισμικό και διαφωτιστικό καταφύγιο σ’ αυτό το μοναστήρι, το οποίο διαρκώς θα ακτινοβολεί, από την ίδρυσή του, μέχρι και τις μέρες μας. Αυτοί ο πνευματικοί άνδρες με σκληρότητα αγωνίστηκαν και στις πιο δύσκολες μέρες της δικής τους ύπαρξης, ολόκληρα αφιερωμένοι στον αγώνα για την φύλαξη και μεταβίβαση των υλικών, πνευματικών και πολιτισμικό-διαφωτιστικών αξίων από το δικό μας δύσκολο, αλλά πλούσιο παρελθόν. Αυτοί, με τον δικό τους πνευματικό ζήλο εμπνεύσαν τους δικούς μας κτίστες, ζωγράφους, ποιητές, μουσικούς και διαφωτιστικούς, να δημιουργήσουν σπουδαία έργα για την δική μας πολιτισμικό-ιστορική και πνευματική παράδοση, τα οποία εντυπωσιάζουν με την δική τους μοναδικότητα και τελειότητα μέχρι και τις μέρες μας.
Οι πνευματικοί δάσκαλοι από την Μονή Μπίγκορσκι δεν ήταν μόνο συνηθισμένοι και απλοί άνθρωποι, άνθρωποι της ειρήνης σε ράσα και φωτιστές του λαού, αλλά αναδείχτηκαν και ως αληθινοί πνευματικοί αγωνιστές, υποστηρικτές του εθνικού όντος, φύλακες της εθνικής αυτοσυνείδησης. Αυτοί, μέχρι το τέλος έμειναν ως άμυνα και αντίσταση εναντίων των πολλών εθνικο-θρησκευτικών προπαγάνδων, προσπαθώντας να φυλάξουν το εκκλησιαστικό και σλαβικό πνεύμα της αρχαίας Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Αυτές οι βίαιες προπαγάνδες με την δική τους σκληρότητα, πάρα πολλά θύματα, τρομοκρατίες, μάχες και βία, σαν να είχαν κόψει εξολοκλήρου το νήμα των παραδόσεων για την ζωή και την δράση αυτών των πνευματικών πατέρων. Σχεδόν όλες οι γραπτές ιστορίες για τα ιστορικώς σημαντικά γεγονότα και πράγματα σχετισμένα με την Μονή, και μέσω αυτών και με τον απλό άνθρωπο του λαού, απλά εξαφανίστηκαν σ’ αυτούς τους άγριους καιρούς. Τέτοιες βίαιες αλλαγές, ίσως και όχι τόσο φανερά, έγιναν και στην περίοδο του κομμουνισμού, όταν ο απλός λαός, εξωτερικά ήταν ελεύθερος, άλλα εσωτερικά υπόδουλος, λόγω της απουσίας των παλαιών πνευματικών ηγετών.
Πρώτος γνωστός ηγούμενος στην νεότερη ιστορία της Μονής είναι ο ηγούμενος Ιλαρίων, ο οποίος ήταν εν ηγουμενία από το 1743 μέχρι το 1781. Σ’ αυτόν τον καιρό το μοναστήρι ήταν ολόκληρα κατεστραμμένο από τους Οθωμανών. Αυτός ίδρυσε νέα κελιά, αναστήλωσε το μικρό, παλαιό εκκλησάκι το οποίο το πρόλαβε όταν ήρθε, και συνέλεξε την περιουσία του μοναστηριού. Τον Ιλαρίωνα κληρονόμησε ο Τριφύλλιος, του οποίου η ζωή έμεινε ολόκληρα κρυμμένη κάτω από το πέπλο του καιρού. Μετά από έξι χρόνια ηγούμενος εκλέγη ο Χατζή Ταράσιος. Το όνομα αυτού του ηγουμένου έμεινε για πάντα σκαλισμένο στις μαρμάρινες πλάκες του άμβωνα και του νάρθηκα του παλαιού ναού, οι οποίες σήμερα φυλάσσονται ενσωματωμένες στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου του καθολικού. Ο επόμενος ηγούμενος, ο Μητροφάνης, έκανε κάτι αποφασιστικό για το καθολικό. Στην περίοδο αυτή ιδρύθηκε ο μεγάλος μνημειώδης ναός, ο οποίος αντικατέστησε το μικρό παλαιό εκκλησάκι. Ο ηγούμενος φρόντισε και για τις τοιχογραφίες του θόλου, αλλά και αποκατέστησε και το μετόχι της Μονής, το οποίο βρίσκεται στο χωριό Rajchica.
Τα χρόνια που ακολούθησαν είναι τα πιο καρποφόρα χρόνια για την Μονή, στα οποία αυτή άνθησε σε όλη την ομορφιά της. Αυτή είναι η περίοδος όταν ηγούμενος ήταν ο Αρσένιος – ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή και ήταν ένας από τους αξιότερους και, θα λέγαμε κεφαλαιώδεις ανθρώπους, που συνέβαλε για την υλική και πνευματική αναβάθμιση της Μονής από το 1807, μέχρι και το 1839. Τότε ο ναός ήταν διακοσμημένος με όμορφο, ξύλινο τέμπλο, ανανεώθηκαν οι παλαιές πτέρυγες, και η ανδρική τράπεζα ήταν τοιχογραφημένη. Με την δική του βοήθεια συντηρήθηκε και το μετόχι στο Rajchica.
Με την αγάπη και την φροντίδα του ηγουμένου αυτού, εκ βάθρων ανανεώθηκαν οι παλαιές πτέρυγες, και στην αυλή του μετοχιού ανεγέρθηκε και ο ναός του αγίου Γεωργίου. Τον θόλο τοιχογράφησαν ο Μιχάηλ και ο υιός του Δανιήλ ιερομόναχος, τους οποίους ανέλαβε ο κληρονόμος του Αρσενίου, ο νέος ηγούμενος Ιωακείμ. Αυτός με επιτυχία ολοκλήρωσε τα επιχειρήματα τα οποία ο προηγούμενός του δεν κατάφερε να τα ολοκληρώσει. Το 1848 ο ηγούμενος Ιωακείμ κάλεσε τον Dicho Zograf να ολοκληρώσει τις τοιχογραφίες στο μετόχι.
Το 1870, μετά από μακρά περίοδο χωρίς εκλεγμένο ηγούμενο, την ηγουμενία ανέλαβε ο ηγούμενος Μιχαήλ. Αυτός φρόντισε να σώσει την Μονή από την οικονομική κρίση στην οποία είχε πέσει, προσπαθώντας να πληρώσει τα χρέη με την βοήθεια της ομογένειας στις γείτονες χώρες. Ο ηγούμενος Μιχαήλ είναι υπεύθυνος για τις τοιχογραφίες στην δυτικής πλευρά του καθολικού, επειδή το 1871 κάλεσε τον συμπατριώτη του, τον ζωγράφο Vasilij Ginoski για να αναλάβει το έργο αυτό. Στην περίοδο της ηγουμενίας του, ο μοναχός Νεόφυτος ανακαίνισε και μετατόπισε την βρύση της Μονής, όπως και την βρύση του μετοχιού, την οποία μετατόπισε έξω από την αυλή.
Ο κληρονόμος του Μιχαήλ, ο επίσκοπος Νικόδημος, ο οποίος για ηγούμενος είχε έρθει το 1907, δεν έχει αφήσει πολλά ίχνη της ηγουμενίας του, ενώ για τον ηγούμενο Παρθένιο είναι γνωστό ότι ηγουμένευε δύο φορές: μία το 1912, και μετά, από το 1916 μέχρι το 1918. Αυτός είχε τελειώσει το κρυφό σχολείο της Μονής και είχε συνεχίσει τις σπουδές του στην Βουλγάρικη Θεολογική Σχολή Κωνσταντινουπόλεως. Ύστερα, επί 10 χρόνια λειτουργούσε ως διάκονος του Μητροπολίτη Δεβρών Κοσμά, και στην περίοδο του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου, έγινε και ηγούμενος της Μονής. Αυτή είναι μία θυελλώδης περίοδο στην εκκλησιαστική ιστορία, περίοδος των συγκρούσεων μεταξύ της Εξαρχίας και της Σερβικής εκκλησίας, των οποίων συγκρούσεων θυσία έγινε και ο ηγούμενος Παρθένιος. Αυτός μαρτυρικά τελείωσε το 1918.
Ο ηγούμενος Σπυρίδων διακόνησε ως τελευταίος ηγούμενος της Μονής. Εκάρη μοναχός στην Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος, ενώ εντάχτηκε στην αδελφότητά μας το 1901. Την ίδια χρονιά έγινε ιερομόναχος, ενώ αργότερα έγινε ηγούμενος. Εκοιμήθη το 1948, αφήνοντας πίσω του ένα δικό του πορτραίτο, έργο του Georgij Zografski, το οποίο είχε τοποθετεί στο αρχονταρίκι, και τώρα βρίσκεται σε μουσείο των Σκοπίων, ενώ η δική του επιτάφια πλάκα με την σωζόμενη επιγραφή είναι τοποθετημένη νότια από το καθολικό.
Αυτοί οι θεόπνευστοι γέροντες, ως ηγούμενοι της Μονής Μπίγκορσκι, έκτισαν όλο τους τον πόθο προς τον Θεό στο μοναστήρι, ενώ η μεγαλοπρέπεια του προσευχητικού και δημιουργικού πνεύματός τους ύψωσε ολόκληρο το μοναστηριακό συγκρότημα προς τον ουρανό. Όμως, αυτό το ρέμα της χάριτος είχε νεκρωθεί στα δύσκολα χρόνια το κομμουνισμού, όταν επί 40 χρόνια ο πνευματικά πτωχευμένος Σλαβομακεδόνας περιπλανιόταν στην έρημο της σύγχρονης «ζωής» χωρίς τον Θεό. Και έτσι, μετά από πολλές δεκαετίες μαρτυρικής σταυρώσεως, το μοναστήρι πάλι αναβίωσε με την νέα αδελφότητα, η οποία σαν θείο φως έλαμψε στους ανθρώπους, για να τους φωτίσει τον δρόμο προς την οικία του Ουράνιου Πατέρα μας.