«Η ιστορία της Εκκλησίας θα έπρεπε στην πραγματικότητα να ονομαστεί ιστορία της αλήθειας»
Μπλεζ Πασκάλ (1623 – 1662)
Στις 9 Μαΐου 2022, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, προς μεγάλη χαρά των Ορθοδόξων πιστών στη χώρα μας, αλλά και σε όλη την ορθόδοξη οικουμένη, θεράπευσε το επί δεκαετίες εκκλησιαστικό σχίσμα και υπεδέχθη «εἰς εὐχαριστιακήν κοινωνίαν τήν Ἱεραρχίαν, τόν κλῆρον καί τόν λαόν τῆς ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπον κ. Στέφανον Ἐκκλησίας ταύτης, θεραπεύουσα τήν πληγήν τοῦ σχίσματος, καί ἐπιχέουσα εἰς τό τραῦμα τῶν ἐκεῖσε ἀδελφῶν ἡμῶν Ὀρθοδόξων “ἔλαιον καί οἶνον”», αναγνωρίζοντας την ιστορική και εκκλησιολογικά ορθή ονομασία της «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος». Αυτό είναι μια ωραία ευκαιρία να θυμηθούμε εν συντομία την ιστορία της αρχαίας Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, η οποία είχε ευεργετική επίδραση με πολλούς τρόπους προς όλους τους Ορθόδοξους λαούς που ζούσαν στο έδαφος της δικαιοδοσίας της και ευρύτερα στα Βαλκάνια.
Η αρχαία Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, που δημιουργήθηκε αμέσως μετά την εκκαθάριση του κράτους του βασιλιά Σαμουήλ, απέκτησε την εκκλησιαστική-κανονική της νομιμότητα ως αυτοκέφαλη εκκλησία με βάση τα τρία χρυσόβουλα που εκδόθηκαν από τον Ρωμαϊκό (Βυζαντινό) αυτοκράτορα Βασίλειο Β’, με ημερομηνία 1019 και 1020. Καθορίζοντας την πόλη της Αχρίδος ως μοναδική έδρα της, στα επόμενα 800 χρόνια ύπαρξής της, μέχρι την κατάργησή της το 1767, θα είναι μια από τις πιο σημαίνουσες Ορθόδοξες τοπικές εκκλησίες στην περιοχή της Βυζαντινής Βαλκανικής Κοινοπολιτείας, ακριβώς πίσω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη.
Ο μεγάλος γνώστης της ιστορίας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, ο Ιβάν Σνεγκάροφ από την Αχρίδα, στον πρόλογο του δεύτερου τόμου της Ιστορίας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, που εκδόθηκε στη Σόφια το 1932, θα γράψει ότι η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος είναι καρπός ενός μεγαλοπρεπή δέντρου, φυτεμένου από τον Άγιο Κλήμη Αχρίδος κατά το ιεραποστολικό και επισκοπικό του έργο. Και πράγματι, αν και οι απαρχές της είναι περισσότερα από 50 χρόνια μετά τον θάνατο του Αγίου Κλήμη, καθ’ όλη την διάρκεια της ύπαρξής της, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος είναι ένας διάπυρος φύλακας της πνευματικής κληρονομίας του Αγίου, ο οποίος είναι ο πνευματικός της προστάτης και υπέρμαχος. Έτσι ήταν και στην εποχή του περίφημου Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Θεοφύλακτου (11ος – 12ος αιώνας), είναι έτσι και στην εποχή του ακόμη πιο διάσημου Αρχιεπισκόπου Δημητρίου Χωματιανού (13ος αιώνας) και έτσι παραμείνει μέχρι σήμερα.
Οι πηγές μαρτυρούν ότι την εποχή της δυναστείας του Σαμουήλ (976 – 1018) η πόλη Αχρίδα έγινε αρχιεπισκοπική έδρα. Ωστόσο, την πραγματική κανονική νομιμότητα η Εκκλησία της Αχρίδος απέκτησε στα πρώτα χρόνια της πλήρους εγκαθίδρυσης της ρωμαϊκής κυριαρχίας στις περιοχές αυτές. Δηλαδή, με τους καταστατικούς του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ ρυθμίστηκε με μεγάλη ακρίβεια η ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη κανονική της ιδιότητα σε βαθμό Αρχιεπισκοπής. Σε αυτές τις καταστατικές χάρτες ο Βυζαντινός κυρίαρχος, πολύ σοφά και οραματιστικά, καθόρισε με ακρίβεια τη δικαιοδοσία, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της νεοσύστατης Αρχιεπισκοπής. Είναι η περίοδος που η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της από κάθε άποψη.
Συγκροτούμενη, λοιπόν, από αυτοκρατορικό καταστατικό, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος λειτουργούσε ως ρωμαϊκός θεσμός, ενώνοντας στην δικαιοδοσία της διαφορετικές μεσαιωνικές εθνότητες – όλες τις εθνικότητες που ζούσαν στη βαλκανική περιοχή της δικαιοδοσίας της. Και ταυτόχρονα αντιμετώπιζε όλους ισότιμα, ως προς τα δικά τους τέκνα, άσχετα αν προέκειτο για σλαβόφωνο, ελληνόφωνο, αλβανόφωνο κ.λπ. ορθόδοξο πληθυσμό. Μάλιστα, αυτή ακολούθησε με συνέπεια το παράδειγμα και την πολιτική της Μητέρας Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο τηρούσε αυστηρά την αρχή της Καινής Διαθήκης, ότι στην Εκκλησία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Εβραίου και Έλληνα (πρβλ. Ρωμ. 10:12).
Το καλύτερο παράδειγμα για τις στενές σχέσεις και τους άρρηκτους δεσμούς μεταξύ της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη είναι το γεγονός ότι σχεδόν χωρίς εξαίρεση όλοι οι Αρχιεπίσκοποι της Αχρίδος προέρχονταν από τις τάξεις του κλήρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το ίδιο είναι χαρακτηριστικό και για την υψηλή ιεραρχία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Η ουσιαστική σύνδεσή της με την βυζαντινή Πρωτεύουσα, την Βασιλίδα των πόλεων – την Κωνσταντινούπολη, αποδεικνύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι ο Ρωμαίο βασιλεύ εξέλεξε προσωπικά τον επόμενο προκαθήμενο από τρεις υποψηφίους που πρότεινε η Σύνοδος της Αρχιεπισκοπής. Έτσι παρέμεινε μέχρι να περιέλθει στην οθωμανική κυριαρχία.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους (1204), η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος συνέχισε να υπάρχει ως αυτοκέφαλη εκκλησία. Διατήρησε την αυτοκέφαλη υπόστασή της κατά το ηπειρωτικό κράτος στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα, καθώς και την εποχή που το μεγαλύτερο μέρος της δικαιοδοσίας της εισήλθε στα σύνορα της Β’ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, μετά τη μάχη της Κλοκότνιτσας το 1230.
Την διατήρηση του καθεστώτος αυτοκέφαλης εκκλησίας την βλέπουμε και την περίοδο μετά την αποκατάσταση του Βυζαντίου (1261), όταν η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος όχι μόνο διατήρησε την αυτοκεφαλία της, αλλά αποκατέστησε τη φήμη και την επιρροή που είχε στην εποχή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ και των διαδόχων του. Το καθεστώς παρέμεινε αμετάβλητο ακόμη και μετά τις σερβικές κατακτήσεις του μεγαλύτερου μέρους της βυζαντινής Μακεδονίας στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα. Σημειώνουμε μόνο ότι η δικαιοδοσία της μειώνεται, για χάρη του Πατριαρχείου Πεκ.
Μελετώντας την μακράν ιστορία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, την περίοδο πριν την οθωμανική κυριαρχία των Βαλκανίων, παρατηρούμε ότι τα όρια της δικαιοδοσίας της συνεχώς άλλαζαν και εξαρτιόταν από τις πολιτικές περιστάσεις της περιοχής. Κάποια μέρη της δικαιοδοσίας της, σε διάφορες περιόδους ήταν υπό την κυριαρχία διάφορων ηγεμόνων. Ωστόσο, αυτό που τραβάει την προσοχή είναι το γεγονός ότι ο κανονικός καθεστώς της αυτοκέφαλης εκκλησίας ποτέ δεν έχει διαταραχθεί ή αμφισβητηθεί, ούτε εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ούτε εκ μέρους των πολιτικών εξουσιών. Οι σχέσεις μεταξύ των εκκλησιαστικών Κωνσταντινουπόλεως και Αρχίδος συνέχιζαν να εμβαθύνονται και να δυναμώνονται. Οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος σχεδόν χωρίς εξαίρεση αναγνώριζαν το πρωτείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ορθόδοξη οικουμένη και ιδιαίτερα στην περιοχή της βυζαντινής βαλκανικής κοινοπολιτείας. Ταυτοχρόνως και το Πατριαρχείο σεβόταν την υπόληψη της ιεραρχίας της Αχρίδος. Οι ιστορικές πηγές δεν σημειώνουν χρόνια σχίσματος μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αχρίδος, κάτι που δεν συμβαίνει στις άλλες τοπικές εκκλησίες του μεσαίωνα στα Βαλκάνια.
Κατά την διάρκεια των 8 αιώνων ιστορία της, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ανέδειξε ένα μεγάλο αριθμό φωτισμένους και διακεκριμένους αρχιερείς. Στην τάξη των εξεχόντων αχριδινών αρχιποιμένων πρώτα κατατάσσουμε τον πρώτο Αρχιεπίσκοπο, τον Άγιο Ιωάννη Δεβρών (1018 – 1037), διορισμένος για αυτό το λειτούργημα από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄∙ έπειτα τους δυο εξαιρετικά μεγάλους αχριδινούς αρχιερείς – τον Θεοφύλακτο Αχρίδος (περ. 1084 – 1107) και τον Δημήτριο Χωματιανό (1216 – 1234). Αυτοί, μεταξύ άλλων, μας υποχρέωσαν με την θεολογική και αγιογραφική τους δραστηριότητα, αφήνοντας πίσω τους πολυάριθμα γραπτά έργα. Μέσα εμπεριέχουν ερμηνείες πολλών σύνθετων κανονικών ζητημάτων. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ήταν γνωστός μεταφραστής θεολογικής και ασκητικής βιβλιογραφίας, και ο ιερός Θεοφύλακτος και ο λόγιος Δημήτριος είναι συγγραφείς των δυο βίων του Αγίου Κλήμεντος και σε αυτούς οφείλεται η ανάσταση του σεβασμού του ποιμνίου της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Μετά από αυτούς ακολουθεί ο Κωνσταντίνος Καβάσιλας (περ. 1250), ο Μακάριος Αχρίδος (τέλος του 13 αιώνα – αρχές του 14 αιώνα) και οι άλλοι.
Ενδιαφέρουσα και πολύ επιδεκτική για το επιστημονικό ενδιαφέρον είναι η οθωμανική περίοδο της ιστορίας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Αυτά είναι τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, μέχρι την κατάργηση της Αρχιεπισκοπής το 1767. Και έτσι, στις δυο πρώτους αιώνες υπό την οθωμανική κυριαρχία, στους αρχιεπισκόπους της Αχρίδος επικυρώθηκαν τα παλιά και αναγνωρίσθηκαν τα επιπλέον προνόμια εκ μέρους των σουλτάνων. Σε αυτά τα χρόνια ιδιαίτερα εξέχοντα ρόλο διαδραμάτισε ο Αρχιεπίσκοπος Πρόχορος Αχρίδος (περ. 1528 – περ. 1550).
Σε αυτή την περίοδο συνέχισαν και οι εξαιρετικά καλές σχέσεις μεταξύ της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η παράδοση της εκλογής της υψηλής ιεραρχίας της Αχρίδος, συμπεριλαμβανομένης και της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος από τον κλήρο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως συνέχισε να καλλιεργείται. Παρόλο που όλοι σχεδόν οι μητροπολίτες της Αρχιεπισκοπής ήταν Έλληνες ή ελληνόφωνοι, πρέπει να επιτονιστεί ότι αυτοί συμπεριφερόταν καλοπροαίρετα προς όλο το ποίμνιό τους, εξίσου δίκαια προς όλους, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για σλαβόφωνο, ελληνόφωνο, αλβανόφωνο, βλαχόφωνο ή άλλο ορθόδοξο πληθυσμό. Συνεπώς, με όλο το δίκαιο διαπιστώνουμε ότι η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, εξάλλου όπως και το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και το Πατριαρχείο Πεκ είναι θεσμοί οι οποίοι πιο πολύ συνέβαλαν στην διάσωση της ορθόδοξου ταυτότητας των Βαλκανίων.
Ήδη το 17 αιώνα οι καταστάσεις αλλάζονται. Λόγω σειράς εντοπολιτικές περιστάσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πολλές ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια έχουν πτωχεύσει. Η οικονομική κρίση και η όλο και πιο συχνή πολιτική αυθαιρεσία των τοπικών οθωμανικών εξουσιών συνέβαλαν στο να ερημωθούν και να παραλυθούν πολλοί ναοί για την εκκλησιαστική δράση. Οι αρχιερείς και οι ιερείς της Αχρίδος άρχισαν όλο και πιο συχνά να αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Η δύσκολη οικονομική κατάσταση του ορθόδοξου πληθυσμού υπό την δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος επιβαρύνθηκε επιπλέον στο πρώτο μισό του 18 αιώνα. Η αιτία ήταν η οικονομική κρίση και οι συχνές άνευ αρχών προκλήσεις των τοπικών εξουσιών. Οι επαρχίες της Αρχιεπισκοπής πτώχευσαν στο σημείο να μην μπορούν να καλύψουν τις βασικές οικονομικές και άλλες απαιτήσεις. Τα χρέη συνεχώς μεγάλωναν, συμπεριλαμβανομένων και των φορολογικών και άλλων υποχρεώσεων των οθωμανικών ιδρυμάτων. Σε ίδια κατάσταση βρέθηκε και το Πατριαρχείο του Πεκ. Σε τέτοιες συνθήκες της οικονομικής αδυναμίας να πληρώνει τα χρέη προς το οθωμανικό κράτος, το 1766 και1767, ο σουλτάνος Μουσταφά Γ΄ συνεπής στην αυστηρή του οικονομική πολιτική, πρώτα κατήργησε το Πατριαρχείο Πεκ, και μετά από κάποιους μήνες και την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Έτσι, όλες οι επαρχίες τους αυτομάτως βρέθηκαν υπό της δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο στην πράξη έμεινε ως μόνη ορθόδοξη εκκλησία με επιρροή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εκείνο που σε αυτή την συνάφεια θέλουμε να παρατηρηθεί είναι η καταγωγή της ιστορικής αφήγησης/διατύπωσης για τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην λήψη της απόφασης του σουλτάνου για την κατάργηση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, η οποία δεν διαφέρει σε πολλά από εκείνη για την κατάργηση του Πατριαρχείου Πεκ. Ήτοι, το 19 αιώνα πρωτίστως στην Δυτική Ευρώπη, μετά και στα Βαλκάνια εμφανίζεται το φαινόμενο της συγκρότησης των εθνών. Παράλληλα, το κάθε ένα από τα νέα τότε βαλκανικά σλαβικά έθνη, πρώτα από όλα, εδώ εννοούμε το σερβικό και το βουλγαρικό, άρχισαν να κτίζουν δικούς τους εθνικούς μύθους. Σε αυτούς, μεταξύ άλλων, έμπαιναν και πολιτικά κατασκευασμένες αφηγήσεις για τις εκκλησιαστικές καταστάσεις στο παρελθόν, βλέποντας μέσα από το πρίσμα του «εμείς» έναντι των «άλλων». Αυτές οι αφηγήσεις σταδιακά «οικειοποιήθηκαν» στις βαλκανικές εθνικές ιστοριογραφίες, που με τον πάροδο του χρόνου σχεδόν κανείς δεν τις έθετε υπό αμφισβήτηση.
Σήμερα οι καιροί είναι διαφορετικοί. Η ιστορία ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο έχει σχηματίσει αυστηρά καθορισμένη επιστημονική μεθοδολογία για την εξέταση των ιστορικών διαδικασιών, γεγονότων και προσωπικοτήτων. Ο κάθε σοβαρός επιστήμονας πρέπει αυστηρά να ακολουθεί την επιστημονική μεθοδολογία, επειδή μόνο έτσι μπορεί κανείς να βρει την αντικειμενική ιστορική αλήθεια της οποίας ο τελικός στόχος είναι η χειραφέτηση της κοινωνίας.
Σε σχέση με όλο αυτό που ειπώθηκε θεωρούμε πως οι επιστημονικές αποδείξεις/γεγονότα αναμφίβολα υποδεικνύουν πως η μόνη αιτία για την κατάργηση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας το 1767 είναι η αυστηρή φορολογική πολιτική του σουλτάνου Μουσταφά Γ΄ και η αδυναμία της Αρχιεπισκοπής να πληρώσει τα σοβαρά χρέη στο οθωμανικό κράτος. Για κρυφές εθνικές ατζέντες και πολιτικές αποεθνικοποίησης στο 17 – 18 αιώνα δεν είναι σοβαρό να μιλάμε για το λόγο που τα έθνη τότε δεν είχαν βγει στο ιστορικό προσκήνιο – ούτε στην Δυτική Ευρώπη, και ακόμα λιγότερο στα Βαλκάνια.
Εκείνο που, επίσης, αποτελεί ένα κομμάτι της αντικειμενικής ιστορικής αλήθειας είναι το γεγονός που η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος έφθασε στο αποκορύφωμά της στα χρόνια της βυζαντινής εποχής. Αυτή είναι η περίοδος που μέσα της ένωνε σχεδόν όλο το έδαφος της ρωμαϊκής επικράτειας στα Βαλκάνια. Υπό την δικαιοδοσία της ήταν όλος ο σλαβικός, ένα κομμάτι του ελληνικού και του αλβανικού ορθόδοξου πληθυσμού των Βαλκανίων. Επομένως, η ιστορία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος δεν είναι αποκλειστικό κομμάτι κάποιας στενόμυαλης ιστορίας. Αντιθέτως, αυτή είναι, ίσως, μία από τις σπάνιες που μέσα της ενώνει τις ιστορίες όλων των ορθοδόξων βαλκανικών λαών.
Στο τέλος αυτής της σύντομης περίληψης της ιστορίας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος κατακλίνουμε με το ευαγγελικό χορείο: «Καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν». (Μτθ.7,25) Και η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, κ. κ. Βαρθολομαίος θεράπευσε το πολυδεκαετή σχίσμα και έθεσε τον τελευταίο λίθο στην οικοδομή της παλαιάς-νέας Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, για την χαρά όλων των καλοπροαίρετων ορθοδόξων χριστιανών, όπου και να είναι.
Καθη. δ-ρ. Ντράγκαν Ζάικοβσκι,
Εκκλησιαστικός ιστορικός και μεσαιωνοδίφης