Σέ προηγούμενο κείμενό μου κατέληξα στό ὅτι σέ ἑπόμενο κείμενο θά ἀσχοληθῶ μέ τόν ὅρο «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία», πού παρερμηνεύεται. Αὐτό τό κάνω μέ τήν παρούσα μελέτη, μέ τήν ὁποία ἐπεκτείνω τίς σκέψεις μου, πού συνοπτικά εἶχαν διατυπωθῆ καί παλαιότερα. Ὅταν ἀναφερόμαστε στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες τίς ἀποκαλοῦμε Αὐτοκέφαλες, καί στόν Τόμο μέ τόν ὁποῖον χειραφετοῦνται οἱ Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί χορηγεῖται σέ αὐτές ἡ αὐτοδιοίκηση γίνεται λόγος γιά Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Θεωρῶ ὅτι ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία πρέπει νά διευκρινισθῆ τό τί σημαίνει ἐκκλησιολογικῶς. Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, διότι τό πρόβλημα πού ἀνέκυψε μέ τήν Οὐκρανία εἶναι ἕνα σύμπτωμα, ἀλλά τό αἴτιο τῆς ἀσθενείας βρίσκεται στό πῶς θεωρεῖται σήμερα ἡ λεγόμενη Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ἀπό μερικές κατά τόπους Ἐκκλησίες. Αὐτό θά γίνη σαφές μέ ὅσα θά γραφοῦν στήν συνέχεια.
Ὁ Χριστός κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας
Κατ᾿ ἀρχάς πρέπει νά τονισθῆ ὅτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐννοῶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτό τό γράφει κατά τρόπο ἀπόλυτο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α΄, 22-23). Καί στήν συνέχεια γράφει: «Ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα συναρμολογούμενον καί συμβιβαζόμενον διά πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ᾿ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνός ἑκάστου μέρους τήν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομήν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ΄, 15-16). Τά ἀποστολικά αὐτά χωρία εἶναι σαφέστατα. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτός συναρμολογεῖ καί συνδέει ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καί κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τό χάρισμα πού διαθέτει, συμβάλλει στήν αὔξηση τοῦ σώματος καί τήν οἰκοδομή του μέ ἀγάπη. Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας Ἐπιστολῆς γράφει ὅτι «ὁ Χριστός κεφαλή τῆς ἐκκλησίας, καί αὐτός ἐστι σωτήρ τοῦ σώματος» (Ἐφ. ε΄, 23). Αὐτό σημαίνει ὅτι Σωτήρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ὅτι κανένα μέλος τοῦ σώματος δέν σώζει τήν Ἐκκλησία, ἀλλά παραμένει στήν Ἐκκλησία γιά νά σωθῆ. Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί κανένας ἄλλος, τότε τί σημαίνει ὅτι μιά Τοπική Ἐκκλησία εἶναι Αὐτοκέφαλη; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ ἀπόλυτο τρόπο ἐρωτᾶ: «Μεμέρισται ὁ Χριστός; μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» (Α΄ Κορ. α΄, 13). Ἔτσι, οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν πρέπει νά νοοῦνται ὅτι εἶναι ἀνεξάρτητες αὐτοκεφαλίες, ἀλλά πρέπει νά νοοῦνται ὅτι εἶναι κατά τόπους Ἐκκλησίες κατά τρόπον εὐχαριστιακό. Στήν θεία Εὐχαριστία ἕνας εἶναι ὁ Ἀμνός ἐπάνω στό Δισκάριο, ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μελίζεται χωρίς νά διαιρῆται, γι᾿ αὐτό ὁ Προεστώς τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως λέγει: «Μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος». Ἔτσι, καθένας κοινωνεῖ ὁλόκληρο τόν Χριστό καί ὄχι ἕνα μέρος Του. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι αὐτή ἡ εὐχαριστιακή φράση εἶναι «τό κλειδί τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς». Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς», ἀλλά αὐτό γίνεται τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. «Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι ἀπό τήν Πεντηκοστή, πού ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μετέχει στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς, ὁλόκληρος ὁ Χριστός κατοικεῖ στόν κάθε πιστό, σ᾿ ἐκεῖνον ὅμως στόν ὁποῖο ἔχει “μορφωθεῖ” ὁ Χριστός». Δηλαδή, ἀπό τήν Πεντηκοστή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, δυνάμει τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ὁπότε καί αὐτό «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς». Ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κατά τόπους προεστῶτες θεωροῦνται ὡς κεφαλές εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ὡς ἀντιπρόσωποί Του καί βικάριοί Του.
Ὁ Μητροπολίτης θεωρεῖται ὡς κεφαλή τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου εἰς τύπον Χριστοῦ
Προσπάθησα νά ἐντοπίσω ἱερούς Κανόνες, στούς ὁποίους νά ὑπάρχη ἡ λέξη αὐτοκέφαλον. Παρά τήν ἀναζήτησή μου δέν συνάντησα αὐτόν τόν ὅρο στούς ἱερούς Κανόνες, ἀλλά ἄλλους ὅρους, ὅπως: ἀνεπηρέαστον, ἀβίαστον κλπ. Ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους δόθηκε μιά ἐλευθερία σέ διάφορες κατά τόπους Ἐκκλησίες νά χειροτονοῦν τούς Ἐπισκόπους τους καί νά ἀσκοῦν τήν διοίκηση τῶν Ἐπαρχιῶν τους, χωρίς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες νά ἐπεμβαίνουν στά ἐσωτερικά τους. Ἡ βάση λειτουργίας τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν εἶναι ὁ 34ος Ἀποστολικός Κανόνας, πού διαγορεύει: «Τούς Ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους, εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἠγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· μόνα δέ πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καί ταῖς ὑπ᾿ αὐτήν χώραις. Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοιά ἐσται, καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα». Ἡ μετάφραση εἶναι ἡ ἀκόλουθη: «Οἱ ἐπίσκοποι κάθε ἐπαρχίας πρέπει νά γνωρίζουν αὐτόν πού εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά τους καί νά θεωροῦν αὐτόν ὡς κεφαλή καί νά μήν κάμνουν τίποτε παραπάνω χωρίς τή γνώμη ἐκείνου∙ ἀλλά ὁ καθένας νά κάμνη μόνο ἐκεῖνα, ὅσα τοῦ καθορίσει (ὁ ἀνώτερός του) γιά τήν ἐπαρχία του καί γιά τίς πόλεις πού ἀνήκουν σ᾿ αὐτή. Ἀλλά οὔτε κι ἐκεῖνος νά κάμνη κάτι χωρίς τή γνώμη ὁλονῶν. Γιατί ἔτσι θά ὑπάρχη ὁμόνοια καί θά δοξασθῆ ὁ Θεός “διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι”∙ ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα» (Προδρόμου Ἀκανθόπουλου). Στόν Ἀποστολικό αὐτόν Κανόνα ὑπάρχει μιά θαυμαστή ἰσορροπία, γιά νά ἐπικρατῆ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία καί ἀφορᾶ ὅλα τά ἐπίπεδα τοῦ συνοδικοῦ συστήματος στήν Ἐκκλησία. Κατά τόν Ἰωάννη Ζωναρᾶ (1074-1130 μ.Χ.), πού ἑρμηνεύει τόν Κανόνα αὐτόν, ὅπως τά σώματα, ἄν δέν ἔχουν τήν ἐνέργεια μιᾶς κεφαλῆς, κινοῦνται πλημμελῶς ἤ εἶναι ἄχρηστα παντελῶς, ἔτσι καί τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, «εἰ μή ὁ πρωτεύων τούτου, καί τάξιν πληρῶν κεφαλῆς, ἐπί τῆς οἰκείας διατηροῖτο τιμῆς, ἀτάκτως καί πλημμελῶς κινηθήσεται». Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ πρῶτος «τάξιν πληρῶν κεφαλῆς». Στήν συνέχεια ἑρμηνεύει ὅτι τούς πρώτους Ἐπισκόπους κάθε Ἐπαρχίας, δηλαδή τούς Ἐπισκόπους τῶν Μητροπόλεων, ὁ παρών Κανών «κεφαλήν ἡγεῖσθαι ὑπό τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας κελεύει», ὥστε «χωρίς ἐκείνου μηδέν ποιεῖν» στήν κοινή κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή σέ «συζητήσεις δογματικάς, οἰκονομίας περί σφαλμάτων κοινῶν, καταστάσεις ἀρχιερέων, καί ὅσα τοιαῦτα». Βεβαίως, δέν παραχωρεῖται στόν «Πρῶτον» νά καταχρᾶται τήν τιμή, νά ἐπεμβαίνη ἄνευ τῆς γνώμης τῶν Ἐπισκόπων στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τῶν Ἐπισκόπων τους. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών (1140-1199 μ.Χ.) ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν Κανόνα, γράφει ὅτι «τάξις συνέχει πάντα καί τά οὐράνια, ἀλλά καί τά ἐπίγεια». Ὅταν κάνη λόγο γιά τά οὐράνια, ἐννοεῖ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους. Ἔτσι, ὁ Κανών αὐτός διορίζει «τιμᾶσθαι τούς χειροτονήσαντας ὑπό τῶν χειροτονηθέντων∙ οὗτοι γάρ εἰσι πρῶτοι, καί κεφαλαί αὐτῶν». Καί στήν συνέχεια ἑρμηνεύει: «Διό καί ὡρίσθη κατά κοινήν γνώμην, τά ἐπέκεινα τῆς διοικήσεως τῶν ἀνηκόντων ἑκάστη παροικία, εἰς ἐκκλησιαστικήν κατάστασιν ἀποβλέποντα καί περιττά λογιζόμενα, μή γίνεσθαι χωρίς γνώμης τῶν πρώτων». Ἀλλά καί στόν Πρῶτο «τοιοῦτον τι ποιεῖν ἄνευ γνώμης τῶν ἐπισκόπων αὐτοῦ οὐκ ἐνεδόθη». Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν Ἀποστολικό Κανόνα, γράφει: «Διά τοῦτο καί ὁ παρών Κανών διορίζει. Ὅτι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς κάθε ἐπαρχίας πρέπει νά γνωρίζουν ἐκεῖνον, ὁποῦ εἶναι πρῶτοςἀνάμεσα εἰς αὐτούς, ἤτοι τόν Μητροπολίτην∙ καί νά νομίζωσιν αὐτόν ὡς κεφαλήν ἰδικήν των, καί χωρίς τήν αὐτοῦ γνώμην νά μή κάμνουσι κᾀνένα πρᾶγμα περιττόν: ὁποῦ δέν ἀνήκει δηλαδή εἰς τά ἐνορίας τῶν Ἐπισκοπῶν τους, ἀλλ᾿ ὑπερβαῖνον αὐτάς, ἀποβλέπει εἰς τήν κοινήν ὅλης τῆς ἐπαρχίας κατάστασιν∙ καθώς, λόγου χάριν, εἶναι τά περί δογμάτων ζητήματα, αἱ οἰκονομίαι καί διορθώσεις τῶν κοινῶν σφαλμάτων, αἱ καταστάσεις καί χειροτονίαι τῶν Ἀρχιερέων, καί ἄλλα παρόμοια. Ἀλλά νά συνάγωνται εἰς τόν Μητροπολίτην, καί μαζί μέ αὐτόν νά συμβουλεύωνται διά τά τοιαῦτα κοινά πράγματα, καί ἐκεῖνο ὁποῦ ἤθελε φανῇ περί αὐτῶν καλλίτερον, κοινῶς νά ἀποφασίζηται. Ὁ καθ᾿ ἕνας ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ἐκεῖνα μόνον νά πράττῃ καθ᾿ ἑαυτόν, χωρίς τήν γνώμην τοῦ Μητροπολίτου του, ὅσα ἀνήκουσιν εἰς τά ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς του, καί εἰς τάς χώρας, ὁποῦ εἰς τήν ἐπισκοπήν του εἶναι ὑποκείμεναι. Καθώς ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι δέν πρέπει νά πράττωσι κᾀνένα πρᾶγμα κοινόν χωρίς τήν γνώμην τοῦ Μητροπολίτου, ἔτσι παρομοίως καί ὁ Μητροπολίτης, δέν πρέπει νά κάμνῃ κᾀνένα τοιοῦτον κοινόν πρᾶγμα μόνος καί καθ᾿ ἑαυτόν, χωρίς τήν γνώμην ὅλων του τῶν Ἐπισκόπων. Διά τί μέ τοῦτον τόν τρόπον θέλει εἶναι ὁμόνοια καί ἀγάπη, ἀνάμεσα καί εἰς τούς Ἐπισκόπους, καί Μητροπολίτας, καί εἰς Κληρικούς, καί εἰς Λαϊκούς. Ἐκ δέ τῆς ὁμονοίας ταύτης καί ἀγάπης θέλει δοξασθῇ ὁ Θεός καί Πατήρ, διά μέσου καί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, Κυρίου δέ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἐφανέρωσεν εἰς τούς ἀνθρώπους τό τοῦ Πατρός του ὄνομα, καί τήν ἀγάπην ἐνομοθέτησε, λέγων∙ “Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις” (Ἰω. ιγ΄, 35, Ματθ. ιστ΄). Καί θέλει δοξασθῇ ἐν τῷ ἁγίῳ του Πνεύματι, τό ὁποῖον διά τῆς χάριτός του ἥνωσεν ἡμᾶς εἰς μίαν πνευματικήν συνάφειαν. Ταὐτόν εἰπεῖν, ἐκ τῆς ὁμονοίας ταύτης, θέλει δοξασθῇ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα, κατά τήν εὐαγγελική φωνήν, τήν λέγουσαν∙ “Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα, καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς”». Ἀπό τόν Ἀποστολικό αὐτόν Κανόνα καί τήν ἑρμηνεία του φαίνεται ὅτι στό Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως ὁ Μητροπολίτης τῆς Πόλεως τῆς Ἐπαρχίας εἶναι Πρῶτος, ὡς κεφαλή, πρέπει νά δέχεται τήν τιμή τῶν Ἐπισκόπων, δέν πρέπει νά γίνεται τίποτε ἀπό τά περιττά χωρίς τήν γνώμη του, ἀλλά καί ἐκεῖνος δέν πρέπει νά κάνη κάτι χωρίς τήν γνώμη ὅλων τῶν Ἐπισκόπων. Ἔτσι, φαίνεται τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί συγχρόνως τό ἱεραρχικό. Ὅποια σχέση ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος πρός τούς Μητροπολίτες του, τέτοια σχέση ἔχει ὁ Μητροπολίτης πρός τόν Πατριάρχη, στόν ὁποῖο ὑπάγεται. Καί ἐπειδή τό σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό καί ἱεραρχικό, κάποια παρόμοια σχέση πρέπει νά ὑπάρχη τοῦ κάθε Προκαθημένου μέ τόν Πρωτόθρονο Πατριάρχη, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικό Πατριάρχη, καίτοι εἶναι ἰσοστάσιοι. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἰσχυρισθῆ ὅτι τό συνοδικό σύστημα σταματᾶ στόν κάθε Προκαθήμενο μιᾶς Ἐκκλησίας καί τελικά οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν θά παραμένουν ἀκέφαλοι καί οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες θά λειτουργοῦν ὡς ἀνεξάρτητες πολυκέφαλες Ἐκκλησίες. Αὐτό θά ἀναλυθῆ στά ἑπόμενα.
Ὁ «Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος»
Ὅπως εἴδαμε, ὁ Μητροπολίτης στήν ἐπαρχία του, κατά τό Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, θεωρεῖται ἀπό τούς Ἐπισκόπους ὡς κεφαλή, δηλαδή Πρῶτος, χωρίς, βέβαια, νά ἀντικαθιστᾶ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι διοικητική κεφαλή κατά τήν τάξη καί τόν τύπο τοῦ Χριστοῦ –πού εἶναι ἡ κεφαλή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας– ἐκφράζοντας τό μυστήριο τῆς αἰσθητῆς παρουσίας Του, ὥστε νά μή καταργῆται ἡ θεολογική ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί Μία. Στήν Ἐκκλησία μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἐμφανίσθηκε ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος, μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτός δέν ὑπαγόταν στόν Μητροπολίτη-Κεφαλή τῆς ἐπαρχίας, ἀλλά ἦταν Αὐτοκέφαλος ὡς πρός τόν Μητροπολίτη τῆς περιοχῆς, ἀλλά ὑπαγόταν ἀπευθείας στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τόν ὁποῖον μνημόνευε γιά νά διασφαλισθῆ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τό συνοδικό-ἱεραρχικό σύστημα-πολίτευμά της. Ἐπίσης, «Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» χαρακτηριζόταν καί ἐκεῖνος πού ἦταν πέρα ἀπό τά κανονικά ἐδάφη ἄλλων Μητροπόλεων, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ Μεθόδιος στήν Μοραβία. Ἔτσι, ὁ «Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» δέν ἦταν ἀνεξάρτητος, ἀλλά ὑπαγόταν στόν Πατριάρχη Νέας Ρώμης – Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τόν καθηγητή Ἰωάννη Ταρνανίδη, πού ἀξιοποιεῖ καί τήν ὑπάρχουσα βιβλιογραφία στό θέμα αὐτό, τό «αὐτοκέφαλο» δέν ἀναφέρεται «σέ μιά συγκεκριμένη καί σταθερή γιά ὅλες τίς ἐποχές μορφή ἐκκλησιαστικῆς ἀνεξαρτησίας», μάλιστα δέ «στή σύγχρονη ἔρευνα χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές ἐσφαλμένως». Ἐπισημαίνει στήν συνέχεια: «Στήν ἐκκλησιαστική παρἀδοση ὁ ὅρος “αὐτοκέφαλος” ἐμφανίσθηκε καί χρησιμοποιήθηκε προσαρτημένος στόν τίτλο κυρίως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, γιά νά προσδώση σ᾿ αὐτόν κύρος. Βασικό προνόμο τοῦ “αὐτοκέφαλου ἀρχιεπισκόπου” ἦταν ἡ ἀποδέσμευσή του ἀπό τόν μητροπολίτη τῆς περιφέρειας καί ἡ ἀπευθείας ὑπαγωγή του στόν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὁ “αὐτοκέφαλος ἀρχιεπίσκοπος” χειροτονοῦνταν ἀπό τόν Πατριάρχη, τόν ὁποῖο ἦταν ὑποχρεωμένος νά μνημονεύει, δείχνοντας ἔτσι τήν ἐξάρτησή του ἀπό ἐκεῖνον. Ἑπομένως, στό πρῶτο στάδιο ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ “αὐτοκεφάλου ἀρχιεπισκόπου” ἦταν περιορισμένη καί εἶχε ἰσχύ μόνον στίς σχέσεις του μέ τόν μητροπολίτη τῆς περιοχῆς». Ὁ ὅρος αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι σαφέστατος καί δέν ἐννοεῖ καθόλου τόν αὐτο-ἀνεξάρτητο, ἀφοῦ ὑπαγόταν στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τόν ὁποῖον καί μνημόνευε. Ὅπως καί πάλι σημειώνει ὁ Ἰωάννης Ταρνανίδης, τό κύρος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πού ὑπήγετο στόν Πατριάρχη καί συνεπῶς καί ἠ σημασία τοῦ αὐτοκεφάλου «ἄρχισε νά ἀνεβαίνει κυρίως ἀπό τόν 9ο αἰώνα, ὅταν τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀνεξαρτησίας ἀπετέλεσε τμῆμα τῶν γενικότερων πολιτικῶν ἐπιδιώξεων τῶν Σλάβων ἡγεμόνων καί συγκεκριμένα τῶν Βουλγάρων Βόρη καί Συμεών». Ὁ Βόρης ἐκμεταλλεύθηκε τόν ἀνταγωνισμό μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιδίωξε νά ἐκβιάση τήν Κωνσταντινούπολη νά τοῦ παραχωρήση ἐκκλησιαστική αὐτονομία. «Ἀπ᾿ αὐτή τήν διμερῆ ἐκκλησιαστική καί πολιτική πίεση προῆλθε ἡ νέα μορφή “αὐτοκεφάλου ἀρχιεπισκόπου”, πού ὑποσκελίζοντας τό μητροπολίτη ἔπαιρνε θέση ἀμέσως μετά τόν Πατριάρχη». Ὅμως, καί μέ αὐτήν τήν ἀναβάθμιση ὁ «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» δέν ἔλαβε πλήρη ἀνεξαρτησία. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τό δικαίωμα τῆς χειροτονίας τοῦ «αὐτοκέφαλου ἀρχιεπισκόπου» καί ἐκεῖνος μέ τήν σειρά του εἶχε τήν ὑποχρέωση νά τόν μνημονεύη. Καταλήγει ὁ Ἰωάννης Ταρνανίδης: «Γιά τόν λόγο αὐτό, θεωροῦμε ἐσφαλμένη τήν τοποθέτηση μερικῶν ἐρευνητῶν, πού ταυτίζουν τήν ἔννοια τοῦ “αὐτοκεφάλου” στατικά καί γιά κάθε ἐποχή μέ τήν ἔννοια τῆς “ἀνεξαρτησίας”». Αὐτό, βέβαια, ἔγινε στά ἑπόμενα στάδια.
Οἱ «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» – «αὐτοκεφαλισμός»
Ἐνῶ, κατά τούς Κανόνες, ὁ Πρῶτος κάθε ἐπαρχίας θεωρεῖται κεφαλή, εἰς τύπον τῆς μόνης πραγματικῆς κεφαλῆς, τοῦ Χριστοῦ, καί ἀργότερα εἰσήχθη ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος, ὡς πρός τόν Μητροπολίτη καί ὄχι ὡς πρός τόν Πατριάρχη, ἐν τούτοις στούς Κανόνες δέν συνάντησα πουθενά τόν ὅρο αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Ἄλλο εἶναι ὅτι ὁ Πρῶτος θά θεωρῆται ὡς κεφαλή εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ, καί ἄλλο εἶναι ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Ἄλλο εἶναι ὁ «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος», πού εἶχε ἐξάρτηση ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, καί ἄλλο εἶναι ἡ «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία», πού εἶναι δῆθεν τελείως ἀνεξάρτητη. Ἡ αὐτοδιοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀποδίδεται μέ πολλούς ὅρους, ὁ δέ ὅρος αὐτοκέφαλον γιά τίς Ἐκκλησίες ἀναφέρεται στίς ἑρμηνεῖες τοῦ Βαλσαμῶνος. Γιά παράδειγμα, ὁ 2ος Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθορίζει τά ὅρια στά ὁποῖα θά κινοῦνται οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες ὥστε νά μή ἐπεμβαίνουν σέ ἄλλες Ἐκκλησίες καί νά μή συγχέουν «τά δίκαια τῶν Ἐκκλησιῶν». Στόν Κανόνα αὐτόν ὁρίζεται νά μή γίνεται σύγχυση τῶν Ἐκκλησιῶν καί οἱ Ἐπίσκοποι νά μήν ἐπεμβαίνουν «ὑπέρ διοίκησιν ἐπί χειροτονίᾳ ἤ τισιν ἄλλαις οἰκονομίαις ἐκκλησιαστικαῖς». Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών (12ος αἰώνας μ.Χ.), ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν Κανόνα, γράφει γιά τούς Μητροπολίτες πού ἦταν «αὐτοκέφαλοι»: «Σημείωσαι οὖν ἀπό τοῦ παρόντος κανόνος, ὅτι τό παλαιόν πάντες οἱ τῶν ἐπαρχιῶν μητροπολίται αὐτοκέφαλοι ἦσαν, καί ὑπό τῶν οἰκείων συνόδων ἐχειροτονοῦντο». Ἔτσι, ὁ Μητροπολίτης, πού ἦταν ὁ Πρῶτος τῶν ἄλλων Ἐπισκόπων τῆς Ἐπαρχίας καί ἐθεωρεῖτο κεφαλή αὐτῶν, ἀπό τόν Βαλσαμῶνα χαρακτηρίζεται «αὐτοκέφαλος». ᾿ Ὁ 8ος Κανόνας τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), ἀκολουθώντας τήν προηγούμενη παράδοση, ἐπειδή ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας ἔκανε χειροτονίες στήν Κύπρο, ὁρίζει: «ἕξουσι τό ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν, τῶν κατά τήν Κύπρον, προεστῶτες, κατά τε τούς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων, καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ ἑαυτῶν τάς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι». Προσθέτει, μάλιστα: «Τό δέ αὐτό καί ἐπί τῶν ἄλλων διοικήσεων, καί τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται∙ ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καί ἐξαρχῆς ὑπό τήν αὐτοῦ, ἤ γοῦν τῶν πρό αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν». Στόν Κανόνα αὐτόν δέν γίνεται λόγος γιά αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ἀλλά νά ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Κύπρου «τό ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον» στίς χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων. Ὅμως, ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών, ἑρμηνεύοντας τόν 39ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (692 μ.Χ.), ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε μέ θέμα πού ἀπασχολοῦσε τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ὑπενθυμίζει τόν 8ο Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἔδωσε αὐτοδιοίκηση στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, καί τήν χαρακτηρίζει αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Γράφει: «Ἀπό μέν τοῦ η΄ κανόνος τῆς γ΄ συνόδου παρίσταται ὅτι, ἐκ προσελεύσεως ἐπισκόπου τινός Κυπρίων, Ρηγίνου ἐπιλεγομένου, ὡρίσθη αὐτοκέφαλον εἶναι τήν ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου∙ καί ἐκωλύθη ὁ Ἀντιοχείας χειροτονίας ἐν αὐτῇ ποιεῖν». Εἶναι φανερόν ὅτι τό «ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον» ὡς πρός τίς χειροτονίες καί τήν διοίκηση, πού ἐπιτάσσει ὁ Κανόνας τῆς Γ᾿ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἑρμηνεύεται ἀπό τόν Βαλσαμώνα τόν 12ο αἰώνα ὡς «αὐτοκέφαλον ἐκκλησίαν» καί τόν ἀκολουθεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἀργότερα, στά Συνταγμάτια τῶν Θρόνων γίνεται λόγος γιά «τάξιν πρωτοκαθεδρίας τῶν ἁγιωτάτων πατριαρχῶν», «πρωτοκαθεδρίας μητροπολιτῶν, καί αὐτοκεφάλων, καί ἐπισκόπων, τελούντων ὑπό τόν Ἀποστολικόν θρόνον ταύτης τῆς θεοφυλάκτου καί βασιλίδος πόλεως». Αὐτό δείχνει ὅτι οἱ αὐτοκέφαλοι Ἐπίσκοποι δέν ὑπήγοντο στόν Μητροπολίτη τῆς Ἐπαρχίας, ἀλλά στόν Πατριάρχην, τόν ὁποῖο μνημόνευαν, ὅπως ἤδη ἔχω τονίσει. Στήν συνέχεια σέ Τόμους χειραφετήσεως τῶν κατά τόπων Ἐκκλησιῶν χαρακτηρίσθηκαν οἱ Ἐκκλησίες αὐτές ὡς «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» καί στά Συνταγμάτια τῶν Θρόνων ὁρίζονται ὡς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὅπως: «Ρωσίας, Κύπρου, Αὐστρίας καί Ἑλλάδος». Ἑπομένως, κατ᾿ ἀρχάς γίνεται λόγος γιά τό «ἀνεπηρέαστον καί ἀβίαστον» τῶν Ἐκκλησιῶν, ὕστερα γίνεται λόγος γιά «αὐτοκέφαλον» Ἐπίσκοπον. Ὁ ὅρος αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες εἶναι πολύ μεταγενέστερος, ὑπάρχει ἀναφορά σέ μή κανονικό κείμενο τοῦ 6ου αἰῶνος, ἀλλά κυρίως προέρχεται ἀπό τόν ἑρμηνευτή τῶν ἱερῶν Κανόνων Θεόδωρο Βαλσαμών (12ο αἰῶνα), ὁ ὁποῖος ὁρίζει κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τήν αὐτοδιοίκηση τῶν Ἐκκλησιῶν, τήν ἐκλογή καί χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων αὐτῶν καί ὅτι ἔχουν Πρῶτο καί κεφαλή μέ ἰδιαίτερες διακονίες καί ὑπευθυνότητες. Κατά τόν καθηγητή Ἰωάννη Καρμίρη, ἡ Μία Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀποτελεῖται ἀπό ὅλες τίς κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Κάθε τοπική Ἐκκλησία ὑπό τόν Ἐπίσκοπό της, ὁ ὁποῖος τελεῖ τήν θεία Εὐχαριστία «κατέχει τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, πραγματοποιουμένη ὡς σῶμα Χριστοῦ ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, ὡς ἡ “Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἡ οὖσα ἐν Κορίνθῳ, ἐν Ρώμῃ” κ.ο.κ.». Ἔτσι, κατ’ ἀκρίβεια δέν μποροῦμε νά λέμε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ρωσίας, κλπ., ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ἐν Ἑλλάδι, ἐν Ρωσίᾳ κλπ. Καί συνεχίζει ὁ Ἰωάννης Καρμίρης. «Ἐν τῇ ἑνότητι δέ καί ἰσότητι καί ταυτότητι τῆς χάριτος, τῆς πίστεως καί τῆς δομῆς τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εὕρηται ἡ μία Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία, τῆς ἑνότητος τῆς ὁποίας ἔκφρασις εἶναι ἡ Πανορθόδοξος ἤ Οἰκουμενική Σύνοδος». Φαίνεται ἐδῶ ὅτι ἡ ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ συνοδικότητά της δέν σταματᾶ στίς κατά τόπους λεγόμενες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ὥστε κάθε «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία» νά εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθερη, ἀλλά προχωρεῖ καί ἐκφράζεται ἀπό τήν Πανορθόδοξο ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο πού ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς Μιᾶς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό αὐτό συνεπάγεται ὅτι ὁ ὑπερτονισμός τῆς Αὐτοκεφαλίας καί ἡ παράκαμψη τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Ἐπισημαίνει ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης: «Τούτων οὕτως ἐχόντων δέον νά ἀποφεύγηται ἐπιμελῶς ὑπό τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων ὁ μονομερής τονισμός τοῦ αὐτοκεφάλου, εἰς τοιοῦτον βαθμόν ὥστε θεολόγοι τινές νά ὁμιλῶσι περί “ἀπολύτου αὐτοκεφαλισμοῦ“, ὁ ὁποῖος εἶναι “κατ’ οὐσίαν ἄγνωστος καί ξένος πρός τήν ὀρθοδοξίαν“. Διότι δέν δύναται νά ὑπάρχῃ ἀμφιβολία, ὅτι τό ἐν ἀπολύτῳ ἐννοίᾳ αὐτοκέφαλον προέρχεται ἐκ τοῦ καταδικασθέντος ὑπό τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Τοπικῆς Συνόδου τοῦ 1872 ἐθνοφυλετισμοῦ, ὅστις ἀποτελεῖ αἵρεσιν κατά τῆς Ἐκκλησίας – σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἅτε διασπῶν τήν ἑνότητα αὐτῆς καί ἀνατρέπων τό ἀποστολοπαράδοτον καί ἁγιοπαραδοσιακόν συνοδικόν καί συλλογικόν σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί τήν παραδοσιακήν “διηρθρωμένην δομήν” αὐτῆς». Καί ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό καί ἱεραρχικό καί γι’ αὐτό πρέπει νά ἀποφεύγεται ὁ ὑπερτονισμός τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, πού συνιστᾶ ἐκκλησιολογική ἐκτροπή. Καταλήγει ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης: «Συνεπῶς ὁ “ἀπόλυτος αὐτοκεφαλισμός” ἀντίκειται πρός τε τήν ὀρθόδοξον δογματικήν διδασκαλίαν περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μή μεριζομένου ἤ διαιρουμένου, καί πρός τό σύμφωνον πρός τούς ἱερούς Κανόνας συνοδικόν πολίτευμα τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ἑνότητα τῆς ὁποίας διεφύλαξαν καί ὀφείλουσι νά διαφυλάττωσι πάντοτε οἰ Ὀρθόδοξοι ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, σεβόμενοι τήν μακραίωνα κανονικήν ἐκκλησιαστικήν τάξιν καί εἰδικώτερον τήν Πενταρχίαν τῶν Πατριαρχῶν, ὡς αὕτη διεμορφώθη κατά τήν ἐποχήν τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συνεπληρώθη δέ μεταγενεστέρως». Ἔτσι, ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας φαίνεται ἐμφανῶς στήν παλαιά Πενταρχία καί τήν σύγχρονη Πανορθόδοξο Σύνοδο, ἤ Σύναξη ὅλων τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί αὐτό πρέπει νά διαφυλάσσεται «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ». Δέν μπορεῖ νά διασπᾶται ἡ ἑνότητα τῶν Προκαθημένων γιά εὐτελεῖς καί ἐθνικιστικούς λόγους. Δέν μπορεῖ μιά λεγομένη «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία» νά διακόπτη τό μνημόσυνο κάποιας ἄλλης Ἐκκλησίας, διά δευτερεύοντες λόγους, ἰδιαιτέρως τήν μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Μιά τέτοια κατάσταση συνιστᾶ «ἐκκλησιολογική αἵρεση». Ἐνῶ στήν Ἀνατολή πάντοτε ἐπικρατοῦσε τό σύστημα τῆς Πενταρχίας ἤ τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἀντίθετα στήν Δύση ἐπικράτησε τό μοναρχικό σύστημα διοικήσεως. Γράφει ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης: «Ἀλλ’ ἐνῶ ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἐπεκράτησε κανονικῶς ἡ πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν καί δι’ αὐτῆς τό ἐπισκοπικοσυνοδικόν – δημοκρατικόν – ἀποκεντρωτικόν σύστημα διοικήσεως, ἀντιθέτως ἐν τῇ Δύσει ἐπεβλήθη βαθμηδόν ὑπό τῶν ἐπισκόπων Ρώμης τό παπικόν – μοναρχικόν – ἀπολυταρχικόν – συγκεντρωτικόν σύστημα διοικήσεως, ἀνατραπέντος οὕτω τοῦ ἀπ’ ἀρχῆς ἰσχύσαντος ἐκκλησιασιτκοῦ πολιτεύματος. Οὕτω συνετελέσθη βαθμηδόν καί κατ’ ὀλίγον διαφοροποίησις ἐν τῷ πολιτεύματι τῶν δύο τμημάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ ἀνατολικοῦ καί τοῦ δυτικοῦ». Ὕστερα ἀπό αὐτά, ὅταν μελετήση κανείς τόν ὅρο Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ὅπως ἐπαναλαμβάνεται σήμερα στήν πράξη, διαπιστώνει ὅτι ἀπό πλευρᾶς ἐκκλησιολογίας εἶναι προβληματικός. Τί θά πῆ «Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία»; Κάθε κατά τόπον Ἐκκλησία ἔχει δική της κεφαλή, ἀνεξάρτητη ἀπό τίς ἄλλες κεφαλές; Καί τί σημαίνει ὅτι στό σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπάρχουν μέχρι σήμερα δεκατέσσερεις ἤ δεκαπέντε «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες»; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «πολυκέφαλη» καί εἶναι τελείως ἀνεξάρτητες μεταξύ τους οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες; Καί πῶς λειτουργοῦν οἱ «Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες» χωρίς νά ἔχουν μία Κεφαλή, ἕναν Πρῶτο πού νά προεδρεύη στίς Συνάξεις τους; Καί πῶς νοεῖται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει μία κεφαλή, ἀφοῦ ὅλες οἱ Ἐκκλησίες εἶναι Αὐτοκέφαλες; Τό Μητροπολιτικό σύστημα ἔχει κεφαλή τόν Μητροπολίτη, τό Πατριαρχικό σύστημα ἔχει κεφαλή τόν Πατριάρχη, ἐνῶ οἱ Προκαθήμενοι τῶν κατά τόπους «Αὐτοκεφάλων» Ἐκκλησιῶν δέν ἔχουν κεφαλή, δέν ἔχουν κάποιον Πρῶτον; Συνεπῶς, ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ὡς τελείως ἀνεξάρτητες, χωρίς τόν Πρῶτο, σύμφωνα μέ τό κανονικό δίκαιο, ἀντιβαίνει στό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας καί παραπέμπει σέ μιά συνομοσπονδία τῶν Ἐκκλησιῶν πού ἰσχύει στόν Προτεσταντισμό ἤ στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι, μερικοί, ἐνῶ ἀρνοῦνται τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐν τούτοις στήν πράξη δέχονται τόν τρόπο λειτουργίας του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πράγμα ἀπαράδεκτο!!
Ὁ Πάπας ὡς «ἄκρος Ἀρχιερεύς» καί οἱ «ἀδελφοί Πατριάρχες»
Ἐπειδή στό κείμενο αὐτό κάνω λόγο γιά Πρῶτο, καί δέν θέλω νά νομισθῆ ὅτι ὁμιλῶ γιά τό Πρωτεῖο, ὅπως λειτουργεῖ στόν Ρωμαιοκαθολικισμό, γι᾿ αὐτό θά ἀναφερθῶ στήν διαφορά μεταξύ Πρώτου καί Παπικοῦ Πρωτείου. Στήν Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας σέ κάποια φάση τοῦ διαλόγου οἱ Λατίνοι εἶχαν τήν ἀπαίτηση ἀπό τούς Ὀρθοδόξους νά ἀποδεχθοῦν τόν Πάπα ὡς «ἄκρον ἀρχιερέα». Κατά τόν Συρόπουλο, τό κείμενο πού ἔστειλαν οἱ Λατῖνοι γιά νά ὑπογράψουν οἱ Ὀρθόδοξοι προκειμένου νά γίνη ἡ ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν», μεταξύ τῶν ἄλλων, καί μάλιστα ὡς πρώτη προϋπόθεση, διελάμβανε: «Ἵνα ὁ ἀποστολικός θρόνος, ὁ καί βικάριος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄκρος ἀρχιερεύς, ἔχη τά προνόμια αὐτοῦ, ἤτοι ὁ μακαριώτατος πάπας∙ καί ὅ προσέθηκεν ἐν τῷ ἱερῷ συμβόλῳ (ἐννοεῖ τό filioque) ἔξεστιν αὐτῷ προσθεῖναι, καί ἐστι δίκαιον αὐτοῦ ὡς ἄκρῳ ἀρχιερεῖ». Δηλαδή, οἱ Λατίνοι πρότειναν στούς Ὀρθοδόξους νά δεχθοῦν τήν προσθήκη τοῦ filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, διότι ἔγινε ἀπό τόν Πάπα, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἄκρος ἀρχιερεύς» καί «βικάριος»-ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ βάση τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου, πού εἶναι ἀπαράδεκτο γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τότε οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς πρός τό θέμα αὐτό ἀπάντησαν ὅτι καί, ἄν ἔπρεπε νά προστεθῆ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως κάτι ἐπί πλέον, αὐτό δέν μποροῦσε νά γίνη ἀπό μόνον τόν Πάπα, χωρίς τούς ἀδελφούς του Πατριάρχες. Ἀρνήθηκαν, δηλαδή, οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «βικάριος τοῦ Χριστοῦ» στήν Ἐκκλησία καί «ἄκρος ἀρχιερεύς». Ἀπήντησαν συγκεκριμένα: «Πῶς γάρ ἔχομεν ἡμεῖς εἰπεῖν, ἔχειν τήν ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης ἐξουσίαν προσθεῖναι ἤ ἀφαιρεῖν ἄνευ τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς τῶν πατριαρχῶν; διό εἰ καί τό προστεθέν ἐστιν εὐσεβές, ἀλλ᾿ ὁ τολμήσας τοῦτο ἄνευ διαγνώσεως συνοδικῆς, οὐκ ἀθωωθήσεται». Ἔτσι, κατά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση ὁ Πάπας δέν εἶναι «ἄκρος ἀρχιερεύς» καί δέν ἔχει τό πρωτεῖο στήν Ἐκκλησία μέ δογματική ἔννοια ὡς «βικάριος τοῦ Χριστοῦ», ὡσάν ὁ Χριστός νά βρίσκεται στούς οὐρανούς, νά μήν εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί νά δίνη τίς ἁρμοδιότητές Του στόν βικάριό Του, τόν ἀντιπρόσωπό Του, πού εἶναι «ἄκρος ἀρχιερεύς»!! Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ κάθε Πάπας, ἐκφράζοντας αὐτό τό πρωτεῖο, δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του διάδοχο τοῦ προηγουμένου Πάπα, ἀλλά διάδοχο κατ᾿ εὐθείαν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί φυσικά βικάριο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἀπαράδεκτο καί δέν ὑφίσταται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ποτέ δέν εἶπε ὅτι εἶναι «ἄκρος ἀρχιερεύς» καί «βικάριος τοῦ Χριστοῦ» στήν γῆ, ἀντίθετα τόνισε πολλές φορές ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχουμε Πάπα. Στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης εἶπε μέ ἔμφαση: «Στήν Ὀρθοδοξία δέν ἔχουμε Πάπα». Εἶναι, ὅμως, ὁ ἐκφραστής τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καί διάκονος αὐτῆς, εἶναι ὁ Προεστώς τῆς Εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί κατ᾿ ἐπέκταση καί ὁ Προεστώς στήν διοικητική διάρθρωση τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Τό σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν εἶναι παπικό, οὔτε καί προτεσταντικό, εἶναι «συνοδικό ἱεραρχικῶς» καί «ἱεραρχικό συνοδικῶς». Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὡς Πρωτόθρονος ἔχει ὁρισμένα καθήκοντα, τά ὁποῖα στήν πράξη τοῦ τά ἔχουν ἀναγνωρίσει ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι ὅτι προήδρευσε στήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο καί στίς ἑπόμενες Οἰκουμενικές Συνόδους καί χορήγησε ὄχι μόνον τούς Τόμους Αὐτοκεφαλίας, ἀλλά καί τίς Πατριαρχικές ἀξίες καί τιμές, σέ ὅλες τίς νεώτερες Ἐκκλησίες, ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας μέχρι καί σήμερα. Ποιός τοῦ ἔχει ἀρνηθῆ αὐτά τά ἐξαιρετικά προνόμια καί καθήκοντα; Ὅποιος τά ἀρνεῖται ὄψιμα, γιά νά εἶναι συνεπής μέ τόν ἑαυτό του, θά πρέπει νά ἀρνηθῆ καί ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί τά Πατριαρχεῖα, τά ὁποῖα ἐκεῖνος χορήγησε στά νεώτερα χρόνια. Καί ὅταν ὑπάρχουν μερικοί θεολόγοι οἱ ὁποῖοι ὑπερβαίνουν τά ἐσκαμμένα, καί ἀνεβάζουν αὐτό τό προνόμιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στό θεωρούμενο ἀπό αὐτούς «πρωτεῖον τοῦ Πατρός» ἔναντι τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτό εἶναι βλάσφημο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τοῦ Πατρός, καί βεβαίως ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, θεολογίας καί οἰκονομίας, καί δέν μπορεῖ νά γίνεται σύγχυση μεταξύ αὐτῶν. Τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος στά ἐνδότατά της εἶναι ἀπρόσιτο τελείως στόν ἄνθρωπο καί μόνον ἀποφατικά τό προσεγγίζουμε. Δέν ὑπάρχουν ἀναλογίες μεταξύ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Αὐτό, ὅμως, τό ἔχω ἀναλύσει σέ ἄλλα κείμενά μου.
«Ἐκκλησία συστήματος καί συνόδου ἐστίν ὄνομα»
Ὕστερα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γεννᾶται τό ἐρώτημα: Τί θά πῆ ὁ ὅρος αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, καί μάλιστα δεκατέσσερεις ἤ δεκαπέντε αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες; Ὁ ὅρος αὐτός φαίνεται νά εἶναι προβληματικός καί νομίζω ὅτι πρέπει νά νοηθῆ μόνον ὡς αὐτοδιοίκητες Ἐκκλησίες, πού δέν εἶναι ἀνεξάρτητες μεταξύ τους. Πρόκειται γιά τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες πού αὐτοδιοικοῦνται, οἱ ὁποῖες ἔχουν τό κανονικό «δίκαιον τῆς ἐκλογῆς» Ἐπισκόπων-Μητροπολιτῶν καί τοῦ πρώτου αὐτῶν, καί «τό δίκαιον τῆς κρίσεως» αὐτῶν, χωρίς, ὅμως, νά ἀναμειγνύωνται οἱ ἄλλες κατά τόπους Ἐκκλησίες στά ἐσωτερικά τους. Ποτέ, ὅμως, μέ τόν ὅρο Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες δέν πρέπει νά νοηθοῦν ὡς ἀνεξάρτητες ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες. Καί ἐπειδή ἔχουν μιά σχέση μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες, γι᾿ αὐτό ὑπάρχει ἕνα ὁρατό διοικητικό καί εὐχαριστιακό κέντρο. Προηγουμένως ἑρμήνευσα τί σημαίνει ὅτι Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, καί ὅμως ὑπάρχουν πολλές κατά τόπους Ἐκκλησίες, πού ἔχουν κεφαλή ἕναν Πρῶτο, κατά τόν εὐχαριστιακό τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τήν φράση «μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ ἁμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος». Γι’ αὐτό πρέπει νά ἑρμηνεύσω πάλι ἔχοντας ὡς κέντρο τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, καί τήν διοικητική αὐτοδιοίκηση τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, χωρίς νά εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀνεξάρτητες μεταξύ τους. Ὅταν τελῆται ἡ θεία Λειτουργία, ὁ προεξάρχων, ὁ Πρῶτος, εἶναι εἰς «τάξιν τοῦ Χριστοῦ», καί οἱ ἄλλοι εἶναι συλλειτουργοῦντες μέ αὐτόν. Ὁ Πρῶτος εἶναι ἐκεῖνος πού λειτουργεῖ καί λέει τά Κυριακά λόγια. Ὁ γνωστός γιά τήν εὐαισθησία του σέ λειτουργικά θέματα ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει ὅτι ὁ Ἀρχιερεύς στήν θεία Λειτουργία ἐπευφημεῖται «τήν χάριν αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) φέρων». Κατά τήν θεία Λειτουργία, ὁ Ἀρχιερεύς τυποῖ τόν Χριστό. «Καί αὐτόν τυποῖ τόν Χριστόν ἐσφαγμένον καί ζῶντα, καί νοητῶς ἐκεῖσε θυόμενον κείμενον, καί ἀπαύστως ἱερουργούμενον καί τόν κατά ἀνατολάς ἐφ᾿ ὑψηλοῦ θρόνου Θεοῦ, τήν εἰς οὐρανοῖς καθέδραν Χριστοῦ ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός σημαίνοντα». Στήν συνέχεια γράφει ὅτι ὁ πρῶτος τῶν Ἀρχιερέων ἤ Πρεσβυτέρων εἰρηνεύει τόν λαό: «Πλήν οὐ δι᾿ ἑαυτοῦ τήν εἰρήνην, ἀλλά διά τοῦ πρώτου τῶν ὑπ᾿ αὐτόν ἀρχιερέως ἤ πρεσβυτέρου, ὅτι καί οὗτοι τότε τήν τάξιν ἔχουσιν ἀποστόλων, ὁ πρῶτος ἀρχιερεύς δέ τήν τάξιν ἔχει Χριστοῦ». Ἔτσι, ὁ πρῶτος λειτουργῶν ἀρχιερεύς ἔχει τήν τάξη τοῦ Χριστοῦ. «Διό αὐτός μέν εἰρηνεύει τό Εὐαγγέλιον, ὡς τόν τύπον ἔχων Χριστοῦ∙ ἐκεῖνοι δέ (οἱ συλλειτουργοῦντες) τόν Ἀπόστολον, ὡς τύπον σώζοντος ἀποστόλων». Ἀλλά καί αὐτοί δέν τό κάνουν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τους, ἀλλά ἀφοῦ λάβουν εὐλογία ἀπό τόν πρῶτο. «Καί οὐδέ ἀφ᾿ ἑαυτῶν τοῦτο ποιοῦσιν∙ ἀλλ᾿ εὐλογίαν λαβόντες τήν εἰρήνην λέγουσιν». Ἑπομένως, ὁ Χριστός εἶναι πού τελεῖ τήν θεία Λειτουργία. Ὁ Προεστώς στήν θεία Λειτουργία εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει τήν τάξη τοῦ Χριστοῦ, γιατί κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο «ἡμεῖς ὑπηρετῶν τάξιν ἐπέχομεν», ὁ δέ ἱερεύς ἁπλῶς τήν ἑαυτοῦ δανείζει γλῶσσαν καί τήν ἑαυτοῦ παρέχει χεῖρα». Ἄλλωστε, κατά τήν εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου ὁ Προεστώς εὔχεται: «Σύ εἶ ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν». Ὅπως ὁ Προεστώς τῆς θείας Λειτουργίας ἔχει «τήν τάξιν τοῦ Χριστοῦ» καί τόν «τύπον τοῦ Χριστοῦ» καί «τόν Χριστόν τυποῖ», ἔτσι γίνεται καί στήν ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι συνέχεια τῆς θείας Εὐχαριστίας. Συνεπῶς, ὅταν γίνεται μιά Πανορθόδοξη θεία Λειτουργία καί παρίστανται ὅλοι οἱ Προκαθήμενοι, ὁ Πατριάρχης Νέας Ρώμης «τόν Χριστόν τυποῖ» καί ἔχει τήν «τάξιν Χριστοῦ» καί οἱ ἄλλοι εἶναι συλλειτουργοῦντες μέ αὐτόν. Αὐτό συνεχίζεται καί στίς Πανορθόδοξες Συνόδους καί Συνάξεις, ἀφοῦ ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προέκταση τῆς θείας Λειτουργίας. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶναι ὁ Πρῶτος πού συγκροτεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν τύπον τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά εἶναι «ἄκρος Ἀρχιερεύς» καί «βικάριος τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι διασώζεται τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα, πού διαφέρει ἀπό τό παπικό καί τό προτεσταντικό. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης παρατηρεῖ: «Ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ εἶναι τό κατοικητήριον τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Τόν Χριστόν δέν δυνάμεθα νά Τόν ξεχωρίσωμεν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ἀλλά οὔτε καί τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τόν Χριστόν. Εἰς τόν Παπισμόν καί τόν Προτεσταντισμόν γίνεται σαφής διάκρισις μεταξύ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Δύναται δηλ. κανείς νά μετέχῃ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ χωρίς νά εἶναι μέλος τῆς Παπικῆς «ἐκκλησίας». Τοῦτο διά τόν Ὀρθόδοξον εἶναι ἀδύνατον». «Εἰς τήν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, ὅταν ὡμιλοῦσαν περί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί περί τοῦ Χριστοῦ ὡς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐννοοῦσαν βεβαίως ὅτι ὁ Χριστός ἦτο ἐξαπλωμένος σωματικῶς εἰς ὅλον τόν κόσμον καί ὅτι π.χ. εἶχε τήν κεφαλήν εἰς τήν Ρώμην, τό ἕνα χέρι εἰς τήν Ἀνατολήν καί τό ἄλλο εἰς τήν Δύσιν, ἀλλ᾿ ὅτι ὁλόκληρος ὁ Χριστός ὑπάρχει εἰς ἑκάστην “ἐπί μέρους” Ἐκκλησίαν μέ ὅλα τά μέλη της ἤτοι τούς Ἁγίους καί πιστούς τῆς Οἰκουμένης. Τοιουτοτρόπως ὅταν τελοῦμεν τήν Θ. Εὐχαριστίαν, κατά τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, εἶναι παρών ὄχι μόνον ὁ Χριστός ἀλλά καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ὡς καί οἱ Χριστιανοί ἁπάσης τῆς Οἰκουμένης εἶναι παρόντες ἐν Χριστῷ. Ὅταν δέ κοινωνῶμεν ἕνα μικρόν τεμάχιον τοῦ Ἁγίου Ἄρτου, λαμβάνομεν ἐντός μας ὁλόκληρον τόν Χριστόν. Συνερχόμενοι οἱ Χριστιανοί ἐπί τῷ αὐτῷ συνέρχεται ὁλόκληρος ἡ Ἐκκλησία καί οὐχί μέρος αὐτῆς. Διά τόν λόγον αὐτόν ἔχει ἐπικρατήσει εἰς τήν Πατερικήν παράδοσιν ἡ Ἐκκλησία ἑνός μοναστηρίου νά ὀνομάζεται “Καθολικόν”». Αὐτό δείχνει, ὅπως ἔχω τονίσει ἐπανειλημμένως καί τό θεωρῶ πολύ σημαντικό, ὅτι ὁ Χριστός «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς», ὅτι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ἐκφράζεται στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι τό σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό (σέ ἀντίθεση μέ τόν Παπισμό) καί ἱεραρχικό (σέ ἀντίθεση μέ τόν Προτεσταντισμό). Ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης ἀναπτύσσει τό θέμα αὐτό στά συγγράμματά του Περί οὐρανίου ἱεραρχίας καί Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Ἡ Ἱεραρχία εἶναι μία ἱερή πολιτεία, παρουσιάζεται σάν τό «ἱερό κάστρο» θεαρχικῶς καί ἱεραρχικῶς ὀργανωμένο, καί ὁ βασιλιάς του εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεαρχία (ὁ Θεός) πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς θεώσεως. Γράφει: «Οὐκοῦν ἱεραρχίαν ὁ λέγων τινα καθόλου δηλοῖ διακόσμησιν, εἰκόνα τῆς θεαρχικῆς ὡραιότητος, ἐν τάξεσι καί ἐπιστήμαις ἱεραρχικαῖς τά τῆς οἰκείας ἐλλάμψεως ἱερουργοῦσαν μυστήρια καί πρός τήν οἰκείαν ἀρχήν ὡς θεμιτόν ἀφομοιουμένην». Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης λέγει ὅτι ὀ θεῖος ἔρως εἶναι ἐκστατικός, πού σημαίνει ὅτι δέν ἀφήνει τούς ἐραστές νά μείνουν στόν ἑαυτό τους, ἀλλά στούς ἐρωμένους. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι τά ὑπέρτερα προνοοῦν γιά τά ὑποδεέστερα, τά τῆς ἰδίας τάξεως νά συνέχωνται τό ἕνα μέ τό ἄλλο, ἀλλά καί τά κατώτερα νά ἐπιστρέφουν στά ἀνώτερα. «Ἔστι δέ καί ἐκστατικός ὁ θεῖος ἔρως, οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τούς ἐραστάς, ἀλλά τῶν ἐρωμένων. Καί δηλοῦσι, τά μέν ὑπέρτερα τῆς προνοίας γιγνόμενα τῶν καταδεεστέρων καί τά ὁμόστοιχα τῆς ἀλλήλων συνοχῆς καί τά ὑφείμενα τῆς πρός τά πρῶτα θειοτέρας ἐπιστροφῆς» (τόμ. 3ος, σελ. 114). Τό χωρίο αὐτό δείχνει, ἐκτός ἀπό τήν σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τούς ἁγίους καί τήν σχέση τῶν ἁγίων μέ τόν Χριστό, συγχρόνως καί τό πῶς πρέπει νά λειτουργῆ τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τρόπο συνοδικό καί ἱεραρχικό. Ὅλοι ἐξέρχονται ἀπό τούς ἑαυτούς τους καί προσφέρονται στούς ἄλλους, οἱ ἀνώτεροι κατεβαίνουν στούς κατώτερους, οἱ ὁμόστοιχοι νά συνέχωνται μέ ἐκείνους πού ἀνήκουν στήν ἴδια τάξη καί οἱ κατώτεροι νά ἐπιστρέφουν στούς ἀνώτερους. Τότε δέν ἰσχύει οὔτε ὁ παπισμός οὔτε ὁ προτεσταντισμός, ἀλλά ἰσχύει ὁ κενωτικός ρόλος τοῦ ὀρθοδόξου συνοδικοῦ καί ἱεραρχικοῦ πολιτεύματος. Σέ αὐτό πρέπει νά ἀποβλέπουμε ὅλοι καί ὄχι νά διασποῦμε αὐτήν τήν ἑνότητα πού ἔχει καθορίσει ὁ Θεός. Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνοδική φαίνεται ἀπό πολλά χωρία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό ψαλμικό χωρίο: «Ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν Ἐκκλησίᾳ ὁσίων» λέγει: «Δείκνυσιν γάρ, ὅτι ὁμοῦ καί μετά συμφωνίας ἁπάσης δεῖ τό εὐφημίας ἀναφέρειν. Ἐκκλησία γάρ συστήματος καί συνόδου ἐστιν ὄνομα». Ἡ λέξη Ἐκκλησία εἶναι ὄνομα συνόδου καί ὄχι αὐτο-ἀνεξαρτησίας. Καί ἀλλοῦ ὁμιλώντας γιά τίς συνάξεις στόν Ναό πού εἶναι ἡ βάση ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, λέγει: «Ἐκκλησία γάρ γέγονεν, οὐχ ἵνα διῃρημένοι ὦμεν καί συνελθόντες, ἀλλ᾿ ἵνα οἱ διῃρημένοι συνημμένοι∙ καί τοῦτο ἡ σύνοδος δείκνυσι». Ἡ Ἐκκλησία συνδέεται μέ τήν Σύνοδο καί αὐτό φαίνεται στήν θεία Εὐχαριστία. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ λέξη Ἐκκλησία δείχνει τήν σύνοδο, τότε τό συνοδικό σύστημα ἰσχύει και λειτουργεῖ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Δέν εἶναι δυνατόν τό συνοδικό πολίτευμα νά λειτουργῆ στίς Ἐνορίες, τά Μοναστήρια, τίς Μητροπόλεις, στά Πατριαρχεῖα καί τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί νά σταματᾶ στούς Προκαθημένους! Σέ τέτοια περίπτωση οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν ποῦ ἀναφέρονται; Δέν πρέπει νά ἀναφέρωνται στήν Σύναξη-Σύνοδο τῶν Προκαθημένων μέ Πρῶτον τόν Οἰκουμενικό; Ἀλλιῶς, μήπως ἡ αὐτοκεφαλία ἑρμηνεύεται ὡς «αὐτοκεφαλαρχία»; Καί ἡ Σύνοδος-Σύναξη τῶν Προκαθημένων δέν ἔχει κεφαλή, δέν ἔχει Πρῶτον; Εἶναι ἀκέφαλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατά τρόπο προτεσταντικό; Νομίζω ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία τό ὅτι, ὅταν λειτουργῆ κάθε Προκαθήμενος, μνημονεύει τά Δίπτυχα μέ πρῶτον τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί μετά τούς ἄλλους Πατριάρχες καί Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αὐτή ἡ μνημόνευση τῶν Διπτύχων ἑρμηνεύει περισσότερο ὅσα εἶπα προηγουμένως, παρά ἡ μνημόνευση «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων», πού μπορεῖ νά ἐκληφθῆ ὡς μιά «προτεσταντική ἀρχή». Πάντοτε εἶχα τήν ἀπορία: Τί σημαίνει τό «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων», τί μνημονεύει ὁ κάθε Προκαθήμενος τῆς κατά τόπον Ἐκκλησίας μέ τό «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων», χωρίς νά μνημονεύη ἕναν Πρῶτον μέ τήν Σύνοδο τῶν Προκαθημένων; Αὐτή ἡ μνημόνευση ἁρμόζει περισσότερο στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὡς μιά κενωτική ἔκφραση τῆς Πρωτοθρόνου διακονίας του. Βεβαίως, αὐτή ἡ μνημόνευση πού κάνουν οἱ Προκαθήμενοι «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων» παρατηρεῖται τοὐλάχιστον, ὅπως γνωρίζω, ἀπό τόν 14ο αἰώνα, πού κινεῖται παράλληλα μέ τήν ἀρχαιότερη μνημόνευση τῶν Διπτύχων καί ἑρμηνεύεται ἀπό αὐτήν. Ἀλλά δέν μποροῦν οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά μήν ἀναφέρωνται σέ μιά Σύνοδο-Σύναξη μέ Πρῶτον. Ὁπότε καταλαβαίνει κανείς ὅτι, ὅταν μιά Τοπική Ἐκκλησία διακόπτη τήν μνημόνευση στά Δίπτυχα τοῦ Πρώτου, τότε εὑρίσκεται ἤδη σέ σχίσμα, δημιουργεῖ μιά ἀνεξάρτητη κεφαλή, διασπᾶ τό «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς». Πρόκειται γιά μιά ἐκκλησιολογική αἵρεση μέ δογματικές ἐπιπτώσεις, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί ἔχει κεφαλή της τόν Χριστό, πού «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς» καί λειτουργεῖ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα συνοδικά, ἀφοῦ, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «Ἐκκλησία συστήματος καί συνόδου ἐστίν ὄνομα». Ἑπομένως, ἡ αὐτοκεφαλία καί ἡ Πατριαρχική τιμή καί ἀξία δέν ἑρμηνεύονται ποτέ ὡς ἀνεξάρτητες Ἐκκλησίες, χωρίς Πρῶτον, ὡς «αὐτοκεφαλισμός», κατά τόν Ἰωάννη Καρμίρη, ὡς «κεφαλαρχία» κατά τόν Ὀλιβιέ Κλεμάν καί ὡς «καπετανάτο» κατά τόν Παναγιώτη Τρεμπέλα. Μιά τέτοια νοοτροπία εἶναι κατάλυση τοῦ συνοδικοῦ καί ἱεραρχικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι μιά σχισμαστική κατάσταση, μιά ἐκκλησιολογική αἵρεση.
Τό δυνάμει καί ἐνεργείᾳ σχίσμα
Τά σχίσματα δέν γίνονται μόνον στό κατώτερο ἐπίπεδο ἀπό τούς φιλοπρωτεύοντας Ἱερεῖς, ἀλλά καί στό ἀνώτερο ἐπίπεδο, ὅταν ἕνας Προκαθήμενος μαζί μέ τήν Σύνοδό του ἀποκόπτεται ἀπό τόν Πρῶτον καί διακόπτει τήν εὐχαριστιακή κοινωνία μαζί του. Ἐννοεῖται ὅτι καί ὁ Πρῶτος πρέπει νά σέβεται τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί τό συνοδικό σύστημά της. Ὑπῆρξαν δέ περιπτώσεις πού καί ὁ Πρῶτος ὑπέπεσε σέ θεολογικά λάθη καί ὑπέστη τίς συνέπειες (Νεστόριος, Ὀνώριος). Πάντως ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τό συνοδικό σύστημα γίνεται ἀπό πολλά αἴτια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τό ἀποστολικό χωρίο «τό αὐτό εἰς ἀλλήλους φρονοῦντες», παρατηρεῖ: «Οὐδέν γάρ οὕτως ἀποσχίζει σῶμα ἐκκλησίας, ὡς ἀλαζονεία. Καί ἀλλοῦ ὁ ἴδιος διδάσκει ὅτι ἐκεῖνος πού ἀπέκοψε τόν ἑαυτό του ἀπό «τῆς συνόδου ταύτης» καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων καί ἔφυγε ἀπό τό ἰατρεῖο «κἄν ὑγιαίνειν δοκῇ, ταχέως εἰς ἀρρωστίαν πεσεῖται». Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα «ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα, οὔτε μώλωψ, οὔτε πληγή φλεγμαίνουσα», γράφει: «Τραύματα μέν οὖν τά ἐν Ἐκκλησίᾳ σχίσματα∙ μώλωπες δέ, αἱ ὕπουλοι καρδίαι∙ φλεγμονή δέ, ἔπαρσις ψυχῆς ἐξ ἀλόγου οἰήσεως ὀγκουμένης, καί διά τοῦτο ἐπαιρομένης κατά τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι, τά σχίσματα εἶναι τραύματα στήν Ἐκκλησία, οἱ ὕπουλες καρδιές εἶναι μώλωπες, ἡ ἔπαρση τῆς ψυχῆς ἀπό ἄλογη οἴηση εἶναι φλεγμονή. Συμπερασματικά, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ΜΟΝΗ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία. Οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν διασποῦν τήν ἑνότητά της, κατά τόν μελισμό καί μή διαμερισμό τοῦ Εὐχαριστιακοῦ ἄρτου. Οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες διοικοῦνται κατά τόν τρόπο πού τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία, ἔχουν Προεστῶτα καί συλλειτουργούς. Τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό καί ἱεραρχικό. Αὐτό ἀρχίζει ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες – Μητροπόλεις καί φθάνει μέχρι καί τήν Σύνοδο τῶν Προκαθημένων. Τό συνοδικό καί ἱεραρχικό σύστημα λειτουργίας δέν εἶναι δυνατόν νά ἰσχύη μέχρι τούς Προκαθημένους καί ἐκεῖ νά ἰσχύη τό Παπικό ἤ Προτεσταντικό σύστημα. Οἱ Πρῶτοι τῶν Ἐκκλησιῶν θεωροῦνται ὡς κεφαλή τῶν Ἐκκλησιῶν «εἰς τόπον καί τύπον» τῆς Κεφαλῆς, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ «αὐτοκέφαλος Ἀρχιεπίσκοπος» χαρακτηριζόταν ἔτσι σέ σχέση μέ τόν Μητροπολίτη καί ὄχι σέ σχέση μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἀπό τόν ὁποῖον ἐλάμβανε τήν χειροτονία καί τόν ὁποῖον μνημόνευε στήν θεία Λειτουργία. Ὁ ὅρος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία, πού εἰσήχθη πολύ ἀργότερα, πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὀρθόδοξα καί ὄχι πάντως ὡς διάσπαση τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος καί ὡς «κακοκέφαλον» καί «πολυκέφαλον». Κάθε αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία πρέπει νά ἔχη σχέση μέ τόν Οἰκουμενικό Θρόνο. Κάθε διάσπαση ἀπό τό συνοδικό καί ἱεραρχικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ παύση τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πρώτου στήν θεία Εὐχαριστία εἶναι σχίσμα καί αὐτό γίνεται ἀπό φιλαρχία καί ἀλαζονεία, ἐκτός καί ἄν ἐκεῖνος ὑπέπεσε σέ αἵρεση καί αὐτό ἐλέγχθηκε συνοδικά. Καί ἐπειδή «τάξις συνέχει τά πάντα καί τά οὐράνια, ἀλλά καί τά ἐπίγεια», αὐτή ἡ τάξη δέν μπορεῖ νά καταστρατηγεῖται στήν Σύνοδο-Σύναξη τῶν Προκαθημένων, γιατί τότε εἰσάγεται ἕνας ἄλλος ὄχι ἁγιοπατερικός, ἀλλά ἀντορθόδοξος καί ἐκκοσμικευμένος θεσμός, ἕνα οἱονεί Παγκόσμιο Συμβούλιο Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν!