Ἐσταυρώθης δι’ ἐμέ, ἵνα ἐμοὶ πηγάσῃς τὴν ἄφεσιν, ἐκεντήθης τὴν πλευράν, ἵνα κρουνοὺς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι, τοῖς ἥλοις προσήλωσαι, ἵνα ἐγὼ τῷ βάθει τῶν παθημάτων σου, τὸ ὕψος τοῦ κράτους σου, πιστούμενος κράζω σοι ζωοδότα Χριστέ. Δόξα καὶ τῷ Σταυρῷ Σῶτερ, καὶ τῷ Πάθει σου.
(Στιχηρό εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς)
Σήμερον θρηνεί η οικουμένη! Σήμερον απλά ξεχνάμε τον εαυτό μας, τους πόθους μας, τις ανάγκες μας. Όλες οι σκέψεις μας τώρα ανήκουν στον Χριστό. Και Αυτός, ο Αγαπημένος, Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου… με μεγάλο πόνο τρέμει η φωνή του ιερέως, καθώς όλη η κτίση στέκει λυγισμένη μπροστά στη θέα του Σταυρωμένου Θεού. Κοιτάζοντας την αγάπη του Θεού πως κρεμάται σε σταυρό, τα μάτια γεμίζονται με δάκρυα, και η καρδιά χτυπάει με πόνο μπροστά του υψωμένου προσώπου του Αναμαρτήτου, ο Οποίος σταυρώνεται για χάρη μας.
Σε ιερή σιωπή είναι περιτυλιγμένος ο ναός της Μονής μας, και γεμάτος με φιλόχριστες ψυχές που πόθησαν να περάσουν αυτές τις μοιραίες στιγμές μαζί με τον Γέροντά τους, με την μοναχική αδελφότητα, και να συμμετάσχουν προσευχητικώς στα γεγονότα του Γολγοθά. Τρέμουν οι καρδιές ενώ το Ευαγγέλιο, με την φωνή του ιερομονάχου, μας ιστορεί την προδοσία του μαθητή, την πονηρή Συνέδριο των Ιουδαίων, οι οποίοι είχαν θράσος να βάλουν σε δικαστήριο τον Δικαστή των όλων. Μας διηγείται την έντονη προσευχή του Χριστού στην Γεθσημανή και τις τελευταίες διδασκαλίες που ο Κύριος κατεύθυνε προς εμάς μέσω των αποστόλων: Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε. (Ιω. 15,4).
Ξαφνικά υψώνεται υψηλά το δένδρο του σταυρού, φορεμένο από τα χέρια του αγαπημένου μας Γέροντα, του αρχιμανδρίτη Παρθενίου. Η ατελείωτη πορεία πίσω του με σιωπηλά βήματα τον ακολουθεί μέχρι τον νοερό Γολγοθά. Στεκόμαστε λυγισμένοι από πόνο μπροστά στην Σταύρωση, ψάχνοντας με δακρυσμένα βλέμματα το γνωστό πράο πρόσωπο του Ωραιοτάτου. Συγχώρεσέ μας Χριστέ! Προσερχόμαστε προς Εσένα σαν τον Πέτρο που Σε αρνήθηκε, σαν το πλήθος που Σε καταφρόνησε. Λάβε από μας την μετάνοια και τα δάκρυα αντί για τα έργα, επειδή ο καιρός της νηστείας πέρασε και δεν κερδίσαμε την ευωδία των αρετών, για να Σου την προσφέρουμε σ’ αυτήν την στιγμή. Λάβε ευσπλαχνικά τον βαρύ αμαρτωλό μας ζυγό και κρέμασέ τον εκεί, πάνω στον σταυρό Σου, να καεί στην φωτιά του θεϊκού Σου φωτός. Στερέωσε μας, με την δική Σου χαρισματική δύναμη, για να σταθούμε σταθερά στην αγάπη προς Εσένα, όπως στεκόταν ο Μωυσής μπροστά στην καιομένη βάτο. Να καίμε και εμείς με ζήλο στις καρδιές, μέχρι να ελευθερωθεί ολόκληρος ο κόσμος από την δουλεία του κακού.
Ενώ καίουν από σταυρωμένη αγάπη οι καρδιές των παρόντων στην πανηγυρική ησυχία του ναού, λάμπουν και τα πρόσωπα, σφραγισμένα με την σφραγίδα της καινής ελπίδας, η οποία ξυπνά μπροστά στο βλέμμα του ειρηνικού, κοιμισμένου προσώπου του Χριστού πάνω στον χρυσοκεντημένο Επιτάφιο. Ο Κύριος είναι στον τάφο. Αλλά, αν και σιωπά, πολύ δυνατά ηχεί η φωνή Του: Τετέλεσται. «Εκπληρώθηκε το έργο της σωτηρίας. Σας αγάπησα δυνατά, ως το τέλος, μέχρι τον Σταυρό. Καθώς εσείς Με θρηνείτε στον τάφο, Εγώ ήδη μπήκα στους σκοτεινούς τάφους των καρδιών σας, σήκωσα την βαριά πέτρα της αμαρτίας που σκληρά σας πίεσε και σας τράβηξε προς τα κάτω, και ανασταίνοντάς σας, σας εξήγαγα από το σκότος εις το φως της αιωνίας χαράς. Γι’ αυτό, να μην είστε στεναχωρημένοι πια! Θα είστε μαζί Μου, όπως είπα και στον αυθημερόν ληστή που ήταν σταυρωμένος στα δεξιά Μου!»