Μεγάλη Πέμπτη

Ἰούδας ὁ παράνομος Κύριε, ὁ βάψας ἐν τῷ δείπνῳ τὴν χεῖρα, ἐν τῷ τρυβλίῳ μετὰ σοῦ, ἐξέτεινεν ἀνόμοις τὰς χεῖρας, τοῦ λαβεῖν ἀργύρια, καὶ ὁ τοῦ μύρου λογισάμενος τιμήν, σὲ τὸν ἀτίμητον οὐκ ἔφριξε πωλῆσαι, ὁ τοὺς πόδας ὑφαπλώσας ἐπὶ τὸ νίψαι, τὸν Δεσπότην κατεφίλησε δολίως, εἰς τὸ προδοῦναι τοῖς ἀνόμοις, χοροῦ δὲ Ἀποστόλων ῥιφείς, καὶ τὰ τριάκοντα ῥίψας ἀργύρια, σοῦ τὴν τριήμερον Ἀνάστασιν οὐκ εἶδε, δι’ ἧς ἐλέησον ἡμᾶς.

(Στιχηρό εἰς τοὺς Αἲνους)

Σήμερα μπροστά στα μάτια μας βλέπουμε φρικτό θέαμα όπου δύο εντελώς αντίθετα μεγέθη, το καλό και το κακό, αποκαλύπτονται στο πλήρωμά τους. Από την μια πλευρά μεν, η ασύλληπτη ταπείνωση του Πανάγαθου μας Χριστού, γεμίζει το ποτήρι και στους μαθητές Του δίνει, την πίστη τους στερεώνει, κλείνοντας τα γόνατά Του ώστε να τα πόδια τους νίψει. Και όχι μόνο τούτο, αλλά και το κάλος Του Τον οδηγεί και προς εκούσια αποδοχή των παθών και του επαίσχυντου θανάτου, για να σώσει όλη την ανθρωπότητα από την αρχαία κατάρα – το κακό, την αμαρτία και τον θάνατο. Από την άλλη δε, ο Ιούδας Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές, αναίσχυντα το ακάθαρτό του στόμα προς το ευλογημένο ποτήριο προσφέρει, και έπειτα γρήγορα τον Διδάσκαλό του αφήνει, στους κακοποιούς Τον προδίδει.

Και έτσι τώρα, σε αυτή την φοβερή στιγμή της προδοσίας του Χριστού, όταν Αυτός με τα άχραντα και άμωμά Του χέρια, ευχαριστεί, ευλογεί και κλάσει τον άρτο για να δώσει στους μαθητές Του, στις συγκινημένες μας καρδιές και νους απηχούν τα πιο σημαντικά Του λόγια, καταγεγραμμένα από τον απόστολό Του, και αναγνωσμένα από την κατανυκτική φωνή του αγαπημένου μας Γέροντος: Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Και έτσι, σε αυτό το μεγάλο μυστήριο, ο ναός του Μπίγκορσκι – σαν το Όρος Σιών, όπου εμείς συγκεντρωμένοι γύρω του Παναγάθου Διδασκάλου και Κυρίου μας, περιμένουμε τα πλούσια ελέη Του. Επειδή ξέρουμε ότι σε αυτή την τελευταία ώρα δεν έχουμε τίποτα να Του προσφέρουμε, εκτός των δακρύων και των αναστεναγμών μας. Γνωρίζουμε και την μεγάλη ευθύνη και αξιοπρέπεια που έχουμε, επειδή λαμβάνουμε τον αρραβώνα της σωτηρίας μας – το πλήρωμα της αγάπης του Χριστού, χυμένης σε όλη την ανθρωπότητα. Στεκούμενοι μπροστά στο ποτήριο της σωτηρίας, με φόβο και ταπείνωση ψάλλουμε: Οὐ φίλημά σοι δώσω, καθάπερ ὁ ᾿Ιούδας! Με φόβο, επειδή η Εκκλησία στην προδοσία του Ιούδα βλέπει θρασεία και αναίσχυντη πράξη που δεν πρέπει να επαναληφθεί και ο καθένας πρέπει να την φοβάται.

Κύριε, ο οποίος ραπίσματα υπέφερες για το γένος των ανθρώπων και δεν οργίστηκες, απάλλαξε από την φθορά την ζωή μας και σώσε μας.