Λίγα λόγια με αγάπη για τον Γέροντά μου

Ακατάληπτη για το νου είναι η πνευματική ουσία και το βάθος των ορθοδόξων πνευματικών γερόντων και κάθε προσπάθεια να προσεγγίσει κανείς σε αυτό που είναι φανερό μόνο για τους οφθαλμούς του Θεού, θα τελειώσει με αποτυχία. Οι πολύτιμες στιγμές, όμως, που ο Κύριός μας αξιώνει να περάσουμε κοντά τους, μας υποχρεώνουν να μοιραστούμε τη μαρτυρία για αυτό που τουλάχιστον έχουν δει τα μάτια μας. Ατελείωτη λοιπόν είναι η ευγνωμοσύνη μου προς τον Θεό που με αξίωσε να ζήσω υπό την πνευματική προστασία ενός τέτοιου Γέροντος, του μακαριστού Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη. Αυτός ο όσιος Γέροντας της Μονής Γρηγορίου λάμπει στην Εκκλησία μας σαν ένας άσβηστος πυρσός, καιόμενος με τις φλόγες της ευαγγελικής πατρικής αγάπης του, μέσω της οποίας άνοιξε ευρέως τις πόρτες της Μονής του για τους λάτρες της ισαγγέλου ζωής απ’ την πατρίδα μας, σε μια εποχή όταν τα κοινόβια σ’ εμάς ήταν εντελώς νεκρά.

Περπατώντας, με τη χάρη του Θεού, στην αρχαία και ηγιασμένη από προσευχές Αθωνική γη, και περνώντας μέσα απ’ το κατώφλι της Μονής Γρηγορίου, παρέμεινα σιωπηλός μπροστά σε μια απερίγραπτη και μέχρι τότε άγνωστη αγάπη, που παρατηρείτο στα μάτια, στα χαμόγελα, στην φιλοξενία όλων των κατοίκων της. Ωστόσο, μόνο ένα ήπιο πατρικό βλέμμα του Γέροντα Γεωργίου ήταν αρκετό, ώστε να αναγνωρίσω μέσα του τη ζωντανή πηγή της καθησυχαστικής για την ψυχή μου αγάπης, η οποία δεν ξέρει όρια. Ήταν αυτό πατρική υποστήριξη και μητρική φροντίδα, και παρηγοριά, και τροφή, και δύναμη με την οποία ο Γέροντας γενναιόδωρα γέμιζε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως ποιοι και από πού ήταν, είτε ήταν μοναχοί είτε προσκυνητές, ομογενείς ή ξένοι. Για όλους αυτούς μέσα στην καρδιά του είχε θέση για αγάπη και προσοχή. Και η μοναχική αδελφότητα, καθημερινά αναθρεμμένη στον αγώνα για την αγάπη Χριστού, η οποία αντικατοπτριζόταν στο Γέροντα, ήταν μια αποστολική κοινότητα, τόσο ενωμένη στη θυσιαστική φιλαδελφεία, που όλοι ήταν αδιαχώριστοι σαν ένα ενιαίο σύνολο. Με την ίδια εγκάρδια αδελφική αγάπη, αυτοί και σ’ εμένα, τον ανάξιο, άνοιξαν τις καρδιές τους, και ο Γέροντας με αγκάλιασε με τη στοργική φροντίδα του ως μικρότερο τέκνο του.

Κάθε εμπειρία που απέκτησα ανάμεσα σ’ αυτούς τους αγίους αδελφούς και απ’ τη φιλία με τον παραδελφό μου, τον νυν Μητροπολίτη Ναούμ Στρωμνίτσης, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Γέροντα, ήταν η ωραιότερη μοναχική διδαχή, την οποία θυμάμαι με ευγνωμοσύνη μέχρι σήμερα. Αυτός δεν επέτρεψε, εμείς, οι ξένοι, να αισθανόμαστε προσβεβλημένοι ή εξευτελισμένοι ότι ήρθαμε από μια χώρα που είχε πολιτικές διαφωνίες με τη χώρα τους σχετικά με το όνομα, και από τον ίδιο λόγο είχε προβλήματα και η ίδια η Εκκλησία μας, αλλά μας θεωρούσε ως τους πλησιέστερους του, χωρίς να μας διακρίνει απ’ τους άλλους αδελφούς. Μας καλούσε Σλαβομακεδόνες και αυτό δεν μας ενοχλούσε καθόλου, επειδή σ’ αυτόν είδαμε μεγάλη αγάπη και σεβασμό προς εμάς και προς τη χώρα μας. Η προφορά του κοσμικού μου ονόματος ήταν δύσκολη για τους πατέρες, και αυτοί, για διευκόλυνση, το είχαν μεταφράσει στα ελληνικά, και έτσι με έλεγαν Αυγερινό αντί Ζόραν. Μια μέρα όμως, ο Γέροντας ήταν κοντά και άκουσε το νέο μου όνομα. Επέπληξε αμέσως τους αδελφούς που με κάλεσαν με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να με ρωτήσουν αν με ενοχλούσε. Τότε τον διαβεβαίωσα ότι πραγματικά αυτό δεν μου δημιουργούσε πρόβλημα, ούτε με ενοχλούσε. Πάντως, μου έμεινε η εντύπωση πως αυτός ήταν πολύ προσεκτικός και πάντα εκπαίδευε τους αδελφούς να συμπεριφέρονται με σεβασμό.

Ως παράδειγμα της επιμέλειάς του με την οποία πρόσεχε για όλους μας, θα ήθελα να επισημάνω ένα άλλο περιστατικό που με καθησύχαζε και με στήριξε περισσότερα στην αγάπη.

Δεδομένου ότι ήμουν νεοφερμένος στην αδελφότητα, μου ορίστηκε διακόνημα στο μαγειρείο της Μονής και κυρίως έπλενα τα πιάτα. Προσπαθούσα να την εκπληρώσω ευσυνειδήτως, αν και μετά από λίγο καιρό, μου εμφανίστηκε αλλεργία στα χέρια και ήταν πραγματικά δύσκολο για μένα να το κάνω αυτό. Όμως, ήμουν αποφασισμένος να εκτελώ την υπακοή έως τέλους και να μη ζητήσω απαλλαγή. Ο Γέροντας έμαθε και αμέσως φρόντισε να αλλάξω διακόνημα στην τραπεζαρία, και μετά, σε μία σύναξη, όταν κάναμε ρυθμίσεις για παγκοινιά στον αμπελώνα, αυτός μπροστά σε όλους δυνατά είπε ότι, λόγω της καταστάσεως της υγείας μου, απαλλάσσομαι από την δραστηριότητα αυτή. Με νίκησε η γνώση ότι ανάμεσα σε τόσους αδελφούς, πάνω από ογδόντα, πατρικά θυμήθηκε και για μένα, τον μικρότερο.

Ένα άλλο περιστατικό ακόμη μου έδειξε κατά πόσο ο Γέροντας προσπαθούσε να αποκτήσουν οι πατέρες τα παραδείγματα της αληθινής ορθόδοξης παραδόσεως. Υπήρχε μεταξύ τους δοκίμους ένας αδελφός που ήρθε απ’ την Αγγλία, ονόματι Δημήτριος. Κατά κάποιον τρόπο αυτός δεν γνώριζε την παράδοση και συμπεριφερόταν λίγο ψυχρά, που είναι χαρακτηριστικό της δυτικής νοοτροπίας. Τότε, οι πιο όμορφες στιγμές για μας τους δοκίμους ήταν αυτές όταν κάναμε βόλτα με τον Γέροντα δίπλα στη θάλασσα. Αυτό ήταν ένα είδος παράδοση και με χαρά περιμέναμε τη στιγμή που θα μας συγκεντρώσει, και ενώ περπατούσαμε κατά μήκος της ακτής, μας έλεγε πολύ ωραίες διδαχές και μας ενίσχυε για τη μελλοντική μοναχική ζωή. Σε μια από τις πρώτες τέτοιες βόλτες, λοιπόν, ενώ ξεκουραζόταν σε ένα σκαμνί, ο Γέροντας έβγαλε τα γυαλιά του, έβγαλε και τα παπούτσια και το ηγουμενικό ραβδί του ήταν στο πλάι. Όταν έπρεπε ο Γέροντας να φύγει, όλοι εμείς τρέξαμε να τον βοηθήσουμε να πάρει τα πράγματά του, και όπως του τα δίναμε, του φιλούσαμε το χέρι του, λαμβάνοντας την ευλογία του. Όταν είδε ότι και εγώ έκανα το ίδιο, αν και προερχόμουν από μια κομμουνιστική χώρα, θαύμασε. Αλλά στον Δημήτριο όλα αυτά του ήταν ξένα. Αυτό ώθησε τον Γέροντα να αρχίσει να μας μιλάει για πόσο σημαντική είναι η παράδοση μεταξύ των ορθοδόξων λαών και πόσο είναι καλό όταν κάποιος είναι θρεμμένος σ’ αυτό το παραδοσιακό πνεύμα. Αν και κάποτε κάποια πράγματα φαίνονται επίσημα, έχουν, όμως, βαθιά σημασία.

Η μεγαλύτερη δοκιμασία για την ενότητα της αδελφότητας ήταν η στιγμή που ζητήθηκε απ’ τον Γέροντά μας να χωρίσει περίπου δεκαπέντε πατέρες με έναν ηγούμενο, να αναβιώσουν το κοινόβιο στη Μονή Παντοκράτορος, η οποία ήταν ακόμη ιδιόρρυθμη και σιγά-σιγά σβηνόταν. Όντας πάντα υπάκουος στην Εκκλησία και επειδή ως Γέροντας ο ίδιος μας παρότρυνε στην υπακοή, έπρεπε να υπακούσει και να αποδεχτεί αυτή την απόφαση. Αυτό δέχτηκε με μεγάλη θλίψη. Κανείς απ’ τους πατέρες δεν ήθελε να χωριστεί, κανείς δεν ήθελε να διαιρεθεί από κανέναν. Παρατηρώντας την θλίψη των αδελφών, ο Γέροντας μας συγκέντρωσε όλους μαζί και μας είπε ότι η αδελφότητα είναι πραγματικά τόσο ενωμένη στην αγάπη, δεν υπάρχουν ομαδοποιήσεις, είμαστε όλοι σαν ένα, και γι’ αυτό ζήτησε από μας να προσευχηθούμε εάν είναι δυνατό να μας παρέλθει αυτό το ποτήρι. Και δια των προσευχών του και των προσευχών των αδελφών, αυτό πραγματικά συνέβη. Στάλθηκαν μοναχοί από άλλο μοναστήρι και αυτός ο πειρασμός προσπέρασε την αδελφότητά μας, για μεγάλη χαρά μας.

Αυτό για το οποίο θα μνημονεύεται το λαμπρό πρόσωπο του αγαπημένου μας Γέροντα, του Αρχιμανδρίτη Γεωργίου Γρηγοριάτη, είναι η επιμέλεια με την οποία φρόντιζε για την καθαρότητα της Ορθοδοξίας, οι πολλές εργασίες και άρθρα του σχετικά με τη διατήρηση της γνήσιας αποστολικής παραδόσεως εναντίων των αιρετικών επιθέσεων, την προπαγάνδα και τις επιρροές. Αυτός ο ίδιος ζούσε και με τη ζωή του κήρυττε σ’ όλους την Ορθόδοξη πίστη, ακριβώς όπως μας παραδόθηκε απ’ τους Αγίους Πατέρες. Και ο καθένας που ερχόταν στη Μονή δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος στην ομορφιά των ακολουθιών, στην ευπρέπεια που ο Γέροντας με ιδιαίτερη αγάπη καλλιεργούσε στο ναό, μέσω της οποίας μας αποκάλυπτε την δόξα του Θεού. Εκλαμπρότατο και δύσκολα επιτεύξιμο είναι το παράδειγμα που άφησε σε μας, στα πνευματικά του παιδιά, οι οποίοι προσπαθούμε να ακολουθήσουμε την ασκητική του οδό. Αλλά υποστηριζόμενοι από την αγάπη στην οποία αδιαλείπτως μας δίδασκε, και την ευλογία που μας έδωσε, λαμβάνουμε δυνάμεις να συνεχίσουμε, επιδιώκοντας πάντα να τον μιμηθούμε και έτσι, δια των προσευχών του, να κληρονομήσουμε όχι μόνο τη δική μας, αλλά και την σωτηρία εκείνων που ο Θεός εμπιστεύθηκε σε εμάς.


Το κείμενο προέρχεται από το περιοδικό Премин, αρ. 105/106, έτος XV, Ιούνιος /Ιούλιος 2015, σελ. 14-15.